11 Νοε 2011

Δε θέλω να βγω- Angela Georgota

Δεν θέλω να βγω από το σπίτι
Κόλλησα στον καναπέ
Με τα πόδια αγκαλιά ,
Έμβρυο πάλι
Με τα μάτια ανοιχτά.
... Δεν θέλω να βγω.
Έξω είναι άγριοι καιροί,
Μια χελώνα
Δίχως καβούκι
Στο μπαλκόνι στέκεται
Και επίμονα με κοιτά.
Ο ταχυδρόμος χτυπά το κουδούνι
Γράμματα φέρνει
Από τελειωμένες αγάπες.
Η πόρτα τρίζει
Είναι πάλι ο ίδιος ο ίσκιος,
Από τη μέρα της γέννησης μου με ψάχνει
Δεν θέλω να βγω.
Εσύ λείπεις.
Σε εξουσιάζει μια νέα θεωρία
Κάτι μου είπες
Για γραμμάτια ανεξόφλητα και τοκοχρεολύσια
Δεν θέλω να βγω
Ο κόσμος δεν με ξέρει,
Κανείς δεν μου γελά
Μόνο με χτυπάνε φιλικά στην πλάτη
Δεν θέλω να βγω.
Και ας ξημέρωσε πάλι
Στην άδεια την πόλη με τις μακιγιαρισμένες ενοχές
Και τις πουδραρισμένες αλήθειες
Τι να βγω να κάνω;
Δεν θέλω να βγω
να σε δω
Να με βλέπεις σαν ξένη
Με ένα χαμόγελο άδειο,
τα μάτια σκοτεινά και βουβά
Και τα χείλη νεκρά μετά από τόσες δόσεις αγάπης.
Δεν θέλω να βγω
Πού να πάω;

Μήπως με ξέρετε;

Πήγα στην κουζίνα αμήχανος όπως πάντα απέναντι στα γεροντάκια
άπλωσαν μόνα τους τα χέρια μου σε μια εναγώνια ερώτηση
εκείνη ανταποκρίθηκε με τράβηξε και με φίλησε,
η μάνα έχει από καιρό ξεχάσει όλόκληρο το παιγνίδι της αξιοπρέπειας
όπως τουλάχιστον θαρρούν οι άνθρωποι, παραπατάει και ξεχνάει,
αλλά βρίσκει πάντα το κουράγιο ν' αγαπά
κι αυτό θα την κάνει αθάνατη,
ο γέρος έστιβε πορτοκάλια, θές; με ρώτησε
περιμένοντας να του πω όχι, ναί, έγνεψα
κι έπειτα σκέφτηκα πως αν μπορεί κι υποκρίνεται τόσο επιτυχημένα
θα του βγάλω το καπέλο πριν τον σκοτώσω.
Γύρισα απ΄την άλλη, το ρολόι χτυπούσε τρις και μια παλιά αγαπημένη
με ρώτησε: κατά τ' άλλα; ποιά άλλα; αποκρίθηκα
βλέπετε είχα κι αυτό το συνήθειο ν' απαντάω σοβαρά στις τυπικές ερωτήσεις
όπως τι κάνεις; χάλια, και να γελάω με τον εαυτό μου
φόρα παρτίδα μπρος στους άλλους χωρίς να με παρεξηγώ.
Είχανε βλέπεις τελειώσει τα τρένα κι έπρεπε κάποιος
να σώσει αυτό τον μικρό μίσχο της μοσχομολόχας απ' την κατστροφή.
Ετσι έγειρα αλλόκοτος το βράδυ σ' ένα ξέφρενο ποδοβολητό αλόγων
που περνούσε απ' το παράθυρό μου.
Κοίτα να δείς! σκέφτηκα μ' επισκέπτονται ακόμη οι ήχοι των παιδικών διηγημάτων
Δεν ήθελα πολύ, κοιμήθηκα αγκαλιά με τη τύψη.