17 Νοε 2011

Τι ψυχή θα παραδώσουν;

΄Ηρθαν οι ιερείς τους και μας είπαν πως δεν είμαστε έλληνες αλλά μόνο ανθρώποι -λες και το ‘να εμπόδιζε το άλλο (οι απάνθρωποι)- και πως είναι απαράδεκτος δογματισμός να πιστεύουμε σε έναν αληθινό Θεό-υπάρχουν τόσοι, και δω έχουμε δημοκρατία, μας είπαν. ΄Ηρθαν οι λογιστές τους να καταγράψουν το χρέος μας, μας είπαν πως δεν ‘φταναν να δουλεύουν δέκα γενιές και πως μας συνέφερε να γίνουμε σκλάβοι. Αυτοί που ψηφίσαμε… ούτε κι αυτοί ήταν Έλληνες (αργά το καταλάβαμε Ελλάδα), δεν πίστευαν παρά μόνο στον Παρά και στο Μεγάλο Αδερφό που ‘γρήγορα θα ‘ρχόταν για να μας απαλλάξει (‘λέγαν) από τη κακό και τη μιζέρια’. Και τα παιδιά; Ε, τόσο καιρό πεινάνε και πεθαίνουν παιδιά, αν ήταν ως τώρα μακριά και δε μας κακοφαινόταν, ε, τώρα τι να κάνουμε….



Σωπαίναν οι γυναίκες, άλλες μάνες παλιάς κοπής μαυροφορούσες θυμίζοντας, και οι άντρες που ‘χαν μείνει θυμήθηκαν τον μεγάλο ποιητή που μιλούσε για τα σταυρουδάκια του ήλιου στα γυμνά στήθη των παλικαριών και κατείχαν πως όπου να ’ναι όλη τους η ζωή θα ξεσκέπαζε το σκοτεινό της μυστήριο και ‘τοίμαζαν με δέος τις καρδιές τους για να μη φερθούν σαν ακατάδεχτες του θανάτου...
Αλλά…δεν ήταν μόνο για τούτα έλληνες (ή ‘ανθρώποι’, σιγα τώρα μη μαλώσουμε για την τιμή), αλλά γιατί την κάθε μέρα την πέρναγαν γελώντας όπως πάντα, αν και ξέροντας…

Και παραξενεύονταν αλλόκοτα οι Άλλοι που δεν τρομάζαν, το λόγο μη καλά γνωρίζοντας. Μα κείνοι παραξενεύονταν μαζί τους, καθώς θυμόντουσαν καμιά φορά τα λόγια της μάνας τους: ‘Τούτοι οι ‘μαύροι’ τι ψυχή θα παραδώσουν;’