25 Δεκ 2011

Περί-ποιήσεως λόγοι


Και η ποίηση να υπόσχεται άρα κάτι περισσότερο από μια παρηγοριά συμπάσχοντος; Από ένα καθρέφτη που σε φωτίζει με ενάργεια; Αλλά, που μέσα σε τόσο σκοτάδι, τούτη η συνοδοιπορία σε πιστώνει με την ελπίδα της αλήθειας, σε πείσμα των καιρών, σε πείσμα των πολλών;



Και πότε γίνεται ύμνος, θριαμβολογία, δοξαστικό; Γιατί εμείς γνωρίσαμε την ποίηση ως ανάγκη, και δεκανίκι και σανίδα σωτηρίας. Και υπήρξε όπου δεν υπήρξε η ζωή…μα η ζήτησή της.



Και ποιοι είναι εκείνοι που την λατρεύουν πιότερο απ’ τη ζωή; Δεν το καταλαβαίνω. Είναι οι κατεστραμμένοι και μαζί δίχως ελπίδα; Είναι οι μαγεμένοι; Άλλοι;



Κι αν ποιητής δεν είναι όποιος γράφει ποιήματα αλλά όποιος δεξιώνεται τον κόσμο μες από αυτά, και μ’ αυτά το πρόσωπό του αλλάζει και βαθαίνει, κει που η ποίηση γίνεται ζωή; Τότε δεν είναι μήπως άλλο αυτό παρά ένας τρόπος, και μια οδός;



Και κείνη η ματαιοδοξία (η αστεία) που έρχεται ύστερα να εμπορευτεί το μόχθο μιας ζωής, δίνοντας χάντρες γυάλινες και θέλοντας ν’ αγοράσει το χρυσάφι μιας ψυχής;



Και ο άνθρωπος που γύρευε να ζήσει, και τώρα με λέξεις και νοήματα αγοράζει υπομονή; Τι ποιητής; (μέσα του ξέρει) και φτύνει όλα τα δώρα του Αρταξέρξη, (κείνος για αλλού ξεκίνησε, άλλα ποθεί η ψυχή του).



Και αυτό που εκείνος ονομάζει εντιμότητα, οι άλλοι του το λογίζουν για αχαριστία. Κείνα τα ύψη τα ακριβά της ποίησης, του λόγου, πως τάχατες λένε υβρίζει. Μα γνώρισε κάποια σιωπή της πλησμονής, που άρρητα αστόχαστα, λες του επεβλήθη, απ’ άλλου κόσμου ευλογημένη ειμαρμένη. Με τέτοια δώρα αξιώνονται οι τρελοί, οι απλοί, και τα παιδιά, και κείνος που δεν το περιμένει.



Και τέτοια ευλογία πάντοτε ανάμικτη είναι πόνου και χαράς, θλίψεως παραδόξως και ειρήνης, βαθιάς πολύ βαθιάς ζωής κι επίγνωσης ζωής…

-Μπας κι άλλα θυμάται και μπερδεύεται; Μήπως μπερδεύει τα όνειρά του και προσδοκίες εκπλήρωσης μες στην αρρωστημένη φαντασία;



΄Αλλοι, αλλιώτικοι καιροί, και πόσο να πενθείς;

Σήμερα



Σήμερα όπως συνήθως
περιμαζεύω τη σιωπή μου.
Σήμερα κοιτάζω χωρίς να βλέπω
ψάχνω χωρίς να βρίσκω
ζητώ και δεν μου δίνεται.
Σήμερα αναρωτιέμαι
το λάθος που κάνω
και δεν το βρίσκω.
Σήμερα φοβάμαι
πως δεν έχω ελπίδα
φοβάμαι ότι δε θα μπορέσω
Αισθάνομαι πως έχω πεθάνει.

Φλυαρία


Σαν κάθομαι και μελετώ λόγους ποιητικούς-και  όχι του καθένα

το νιώθω περισσότερο πόσο παράταιρο είναι να μιλά κανείς

για κείνα που τα νιώθει μέσα στα βαθιά του,

 την ήρεμη επιφάνεια με κοχλασμούς και ρύπους ανακινώντας-

με πρόσχημα δήθεν κάποια ανάγκη…



Θα ‘ταν καθόλα ταιριαστή η σιωπή-

μήπως και αυτοί οι λόγοι αυτό δε δείχνουν κατά βάθος;

Αλλά ζωή, άσε με να φλυαρώ-πικρή ζωή

εξαγοράζοντας λίγο από τον θάνατό μου…



Την κάθε μέρα ανέλπιδα πολιορκώντας,

και κείνα που άφησα μακριά

και τούτα που δε θέλω,

κι όλα όσα ξέρω μυστικά

θανάτου προμηνύματα

που αποσιωπώ,

και στέργω

ως αφελής να συναλλάσσομαι

για να δηλώνω σώφρων,

μες στον τρελό καιρό…



Μα κι άλλα που δεν αφορούν κανένα

α, κείνα πως με αγκυλώνουν

από παλιά σοκάκια και δρόμους χωρισμού,

κι ακόμη κι άλλα

αμίλητα που ‘χει η ψυχή προπάντων απολέσει

και ένα διακύβευμα μοναδικό

(του χρόνου)

σα σώνεται ο καιρός…

Καβαφική μελέτη


Δυστυχώς δεν ακούσαμε τον ποιήτή που προειδοποιούσε: 'Κι αν δεν μπόρεσες να κάνεις τηνζωή σου όπως θες τουλάχιστον μην την εξευτελίζεις'

και πονάει τόσο η ώρα της επίγνωσης

πάντα καθυστερημένη

ένα επαρκές χρονικό διάστημα

που να περιλαμβάνει την ατίμωση

σα χτες και σα προχτές και πάλι ξανά...

'Σε καταδίκη είναι όλες οι προσπάθειές μας γραφτές'

και πάλι προειδοποίηση για την ατέρμονη μεταμέλεια

'η πόλη θα σ' ακολουθεί'

η βία του παρελθόντος

το βάρος του στην ψυχή μας

'πως γύρω μας έχτισαν τείχη'

που υποτίθεται πως δε προσέξαμε

'και τα παράθυρα δεν ανοίγουμε'

τόσο που συνηθίσαμε την νύχτα

και μας φοβίζει κάθε αλλαγή

'περιμένοντας' μόνο 'τους βαρβάρους'

για την τελική πράξη της απολύτρωσης

που ποτέ δεν έρχονται

να μας βγάλουν απ' τη φορτική μικρή ζωή

που άλλο δεν αντέχουμε.

'Ας αποχαιρετίσουμε' λοιπόν

'την Αλεξάνδρεια που φεύγει'

ποτέ δεν ήταν δική μας

και ας ξεχάσουμε το ταξίδι

ποτέ δεν ξεκινήσαμε

να βρούμε την Ιθάκη

'και τα σβησμένα κεράκια πίσω μας αυγαταίνουν'

αφήνοντας μας

τη στυφή γεύση

του αναπόφευκτου

θανάτου.