18 Σεπ 2011

ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΗ ΓΗ-ΛΕΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ-ΛΕΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ.

Γιωργος Καγιαλικος- Νεοφυτος Δανος-η μοναξια μου.

Γιώργος Καγιαλίκος - Νύχτα μου

Stephan Micus - Gates of Fire

Σμυρναίικο μινόρε - Μαρίκα Παπαγκίγκα

ALCHIMEA - Spirals I op. 107 Nickos Harizanos

Nickos Harizanos - In the Mirror of Narcissus.flv

Nickos Harizanos - Stasima I op. 62 (2006).flv

m

Nickos Harizanos Three Landscapes op.110 - Masae Barbotte, Piano

οι τριακόσιοι







Χλιαροί οι εναπομείναντες τριακόσιοι.
Είναι εκεί στις επάλξεις.
Δεν μπορεί να είναι αλλού.
Δεν μπορεί να είναι σίγουροι.
Μήπως οι Πέρσες δεν έρθουν;
Μήπως δεν χρειαστεί να πολεμήσουν;
Οι Σπαρτιάτισσες τους περιμένουν. Και τα παιδιά τους.
Και το χωράφι κάτω απ' τον ήλιο
με το μεστωμένο στάρι.
Ελπίζουν πως οι Πέρσες δε θα 'ρθουν.
Πως δε θα χρειαστεί να πολεμήσουν.
Σπαρτιάτες είναι γιατί μένουν στις επάλξεις.
Για τίποτε άλλο.

καλύτερα ο ποιητής να κοιτάει ένα τοίχο







Καλύτερα ο ποιητής να κοιτάει ένα τοίχο.
Δε μπορεί να γράψει in vivo, την ώρα των γεγονότων.
Πρέπει να γίνουν οι μορφές σκιές
να εξατμιστούν να συντμηθούν να εξορυχθεί το εσώτερο νόημά τους.
Γι αυτό ο ποιητής πρέπει να έχει απέναντί του ένα τοίχο.
Σύμβολο της μοναξιάς του. Της απουσίας της ροής του κόσμου.
Της κάθετης πρόθεσής του.

Η εικόνα του φιλοσόφου







Χιόνι αδιάστατο στο πετρωμένο κεφάλι
Στις κόχες πολλές σταλαγματιές
και η γραμμή του στόματος σφιγμένη.
Κάποτε χαμογελούσε, ένας θνητός του περασμένου αιώνα
που τιμήθηκε μ' αυτήν την χοντροφτιαγμένη προτομή.
Στο πάρκο η πέτρα στεκόταν αμετάβολη στη χειμερινή κακοκαιρία
όπως όλες οι πέτρες όλων των αιώνων.


Μ' αρέσει να συχνάζω στα αγάλματα
όπως κι ανάμεσα στο πλήθος.
Αν σταθείς τυχερός θα συναντήσεις κάποτε εκεί
έναν άγιο ή ένα σοφό.
Μια φορά είδα την προτομή του Σωκράτη
σ' ένα βιβλίο ιστορίας.
Έκτοτε η λάμψη του μ' ακολουθεί.
Έχεις την εντύπωση ότι είναι
ό.τι περισσότερο μπορεί να βρεθεί σ' έναν άνθρωπο
αποτυπωμένο με τέχνη στο σκληρό εκμαγείο.
Το μαρμαρωμένο φως της σοφίας
η μορφοποιημένη αίγλη της έκστασης.
Αυτό το πρόσωπο που ‘λέγαν άσχημο
μου φανέρωσε όλη την ομορφιά.
Και φαίνεται πως αυτό το στιγμιότυπο
στο γύρισμα δυο σελίδων άρκεσε
για να φυλάξει ολόκληρη την μοναδικότητα ενός κόσμου.
Και έκτοτε δεν το ξανακοίταξα.

Το ρήγμα και ο καιρος







Μικρές ευθιξίες
εύθραυστες προσδοκίες
στα όρια ενός 'δήθεν' καιρού.
Όλο το παρελθόν για ασπίδα
επιλεκτικά αναπροσαρμοσμένο
απ' την έρπουσα μνήμη.
Απ' τον κοχλασμό των λόγων
ένα αγκάθι
απ' την απουσία των γεγονότων η ολιγωρία.
Στρογγυλεμένοι στο λίγο και στο μικρό
ν' αποφαινόμαστε για το μεγάλο.
Ένα ταξίδι στα ρηχά
μετά από καταποντισμούς και θεομηνίες
είναι ξεκούραση;
Ή βάλτος είναι να ξεχνάμε την τέχνη του πολέμου;
Όχι πως σ' αποθύμησα μαύρε αετέ
αλλά έλπιζα σε μια πανήγυρη πανίδας.
Τα μικρά μου κατοικίδια το ψαράκι και το τζιτζίκι
μ' ευφραίνουν κάπως τις στιγμές του γυρισμού
μα ανεκπλήρωτη η ώρα
χάσκει επιπόλαια ψευδόμενη
πάνω απ' το ρήγμα του αφανισμού.

ο αδαής









Ω πολύχρονη θητεία μου στα Τάρταρα
στου κάτω κόσμου τα βασίλεια
σημάδια που έμειναν πληγές ανοιχτές
και σκαρφίζομαι τώρα στου Ηλίου τη χώρα
τραγούδια βάλσαμο για μια λεπτή πέτσα
-αργοχορεύει ο Κέρβερος κάτω απ' τα λιγοστά της κύτταρα.
Κρυφά ουρλιάσματα που κρατάω μυστικά.
Και συ Ελένη μακριά στο άλλο περιγιάλι...
Και να μιλάω μ' ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν
και να υποκρίνομαι πως τάχα συμφωνώ
ο αδαής με του κάτω κόσμου την σοφία.


η πειρατεία







Έπιανε ως την άκρη μια βαριά αλυσίδα
τον είχαν δεμένο στην κουπαστή.
Πίσω απ' τα σφαλισμένα μάτια του
ενέδρευε η σελήνη.
Τα άστρα κυμάτιζαν, η θάλασσα μαύρη.
Άκουγε τις βλαστήμιες των πειρατών.
Αιχμάλωτος στο δικό του πλοίο
άκουγε με τεντωμένες τις κεραίες
κάθε σημείο της παράλογης καταστροφής.
Το γιουρούσι κράτησε λίγα λεπτά
καθώς τους πιάσανε να κοιμούνται.
Ξεκλήρισαν τους ναύτες κι άφησαν αυτόν
ενέχυρο ενός άλλου κόσμου,
δεμένο, αστείο και φριχτό θέαμα.
Τα μάταια του μάτωσαν από μια φλόγα κανονιού
και σκοτείνιασαν για πάντα.
Τα χέρια του και τα πόδια του καμένα.
Θεοί! Γιατί τόσο άδικη τύχη;
Ευλογημένος ο θάνατος που πήρε τους άνδρες του!
Ευλογημένη η ζωή που έζησαν!
Ανδρείκελο του τίποτα έρμαιο της αφροσύνης
ξεχνά και να προσευχηθεί.
Μια κραυγή σκίζει το στήθος του
ξεχύνεται σα βόλι, σπάζει
στους μαύρους καταρράκτες του νερού: -Σκοτώστε με!
Μοίραζαν τα λάφυρα κι έγιναν στουπί στο μεθύσι
-Άτιμοι, σκοτώστε με!
Το τσούρμο χαίρονταν με ανήλεο μένος
(ο άνθρωπος ιδού!) -Σκοτώστε με!
Έγειρε το κεφάλι. -Λίγο νερό, μουρμούρισε.
Ακουγόταν όμως μόνο το φοβέρισμα της θάλασσας
και το μακρύ χέρι του ανέμου
το μακρινό θρήνο της αγαπημένης
κουβαλώντας απ' την πατρίδα,
που σύντομα θα μάθαινε...

Ο κατ' εξοχήν 1 ύποπτος







Η ηχώ της νοσταλγίας του
είχε την εικόνα της ως αποτύπωμα
κι εγώ έστεργα να δηλώνω θεατής
ο κατεξοχήν 1 ύποπτος.


Έμπαζα κι έβγαζα με διάφορες δικαιολογίες
πλάκες με αλάθητες γραφές
από λιμάνι σε λιμάνι
ο γρίφος θα λυνόταν το ξημέρωμα.


Είχαν βαθιά μεσάνυχτα οι ναύτες
ο χαρακτήρας μου ήταν σκληρός
και τα ανεξήγητα μυστικά
που κρύβονται στους γρίφους
σκοπό δεν είχαν
παρά να παραπλανήσουν κι άλλο.


Κι έτσι έμελλε να είμαι ο δολοφόνος και το θύμα
γιατί οι απλοί άνθρωποι δεν αντέχουν το μυστήριο.
Σαν άλλος Μωυσής έσπασα τις πλάκες
τους είπα κάτι που μπορούσαν να καταλάβουν


αν κι ήξερα ότι αυτό θα σήμαινε το τέλος μου.


Έσπασε κι η ηχώ
έσπασε η εικόνα της
ράγισε η καρδιά μου
του κατεξοχήν 1 υπόπτου.


Όλοι ήταν ικανοποιημένοι
το μυστικό κοινοποιήθηκε
κι ο καθείς θα μπορούσε να βεβαιώσει
πως ήταν σα να τους ήξερε.


Έσπασε η ηχώ της νοσταλγίας του
σε χίλια κομμάτια
ο καθείς πήρε από ένα
αντανακλάσεις στον καθρέπτη.


Και περίσσευε ιδιαίτερα η καρδιά μου
στο άκουσμά της, αυτό που δεν είπα ποτέ
γιατί πώς να την ονομάσω;

























ένα κυπαρίσσι







Έτσι όπως όλοι ζουμάρουν στο μικρό
και τρέχουν σα τα μυρμήγκια με το σποράκι τους
έμεινα εγώ
ευθυτενής αγέρωχος κι αχρείαστος
ένα κυπαρίσσι
να περιθάλπω με τη σιωπή μου τους νεκρούς.

Αγωνία







Στο στασίδι το έρημο της ερημιάς μου
της πρωινής ερημιάς
της βαλαντωμένης απ' τα όνειρα
μέσα στο θόρυβο την σκόνη και τη σύγχυση
μ' έναν καφέ
εγώ ο λίγος, ο φτωχός, ο πεπερασμένος
με εικόνες φίλων στην φαρέτρα μου
και τις πέτρες των αμαρτιών μου στο δισάκι
διαβαίνω μια ίδια μέρα σαν όλες τις άλλες
και δεν ξέρω αν μεγαλώνω
δεν ξέρω αν θα πάω κάπου και πού
και δε ξέρω αν θα προλάβω...


Αισθάνομαι σαν περιουσία μου
μόν’ τούτη την αγωνία.

Ήρθες καινούρια μέρα







Ήρθες καινούρια μέρα
επάξια φορτωμένη με γιασεμιά
εξακοντισμένο φως λουόμενη
και το χνάρι του ποδιού
εισχωρώντας σε μια έμπαση.
Θα ‘λεγα δικαιολογημένα
πως προφητεύεις επίνοια
πως εξορμείς για την προορισμένη εισφορία
απ' άκρα σ' άκρα του καιρού
μεμιγμένου μ’ ονείρατα
στα χέρια κρατώντας
σχοινί και στάχυ.
Δυσκολεύεσαι να περπατήσεις
στα απότομα των πραγματικών χωμάτων
μα να το χιλιοειπώ
έχει διαγραφεί μέσα στην προσδοκία
η αμετάκλητη ευφορία σου.
Και τον καρπό και το πίσω και το τώρα
συλλέγουν οι ονειροποιοί
κλωθωσυνάζουν την άνοιξη
σε πείσμα των απαξιωτών
εκκολάπτουν χαμόγελα.
Γιατί γνωρίζω το ατελείωτο των πτώσεων
τον εξυβρισμό του χιονιού
το παντερειπωτικό ερήμωμα
και δε μιλώ στα χαμένα.
Παρά επιστρέφοντας απ' έναν άλλο ουρανό
κοιτώ κατάματα το υβρίδιο της νέας γης
και χαμογελώ.

τη νύχτα στη βροχή







Σα ριπές ημιαυτόματων όπλων
τα ψιχαλίσματα της βροχής.
Χτυπούσαν ευεργετικά το κεφάλι μου
καθώς γυρνούσα μέσα στους δρόμους.
Φαίνεται πως το ψιλόβροχο διέγειρε τη σκέψη μου.
Ο κόσμος έδειχνε ελαφρύς, ευρύχωρος, ταιριαστός, στα μέτρα μου.
Βάδιζα-ευτυχώς- μέσα στη νύχτα-
ώσπου σταμάτησε η βροχή.
Τα φώτα λυτρωτικά σημάδια
ενός υπαρκτού περίγυρου
που διανυχτέρευε.
Έμοιαζε να ξέρω ποιός είμαι
πού πάω γιατί υπάρχω
ή μάλλον σαν όλα αυτά
να μην είχαν σημασία
να μην υφίσταντο πλέον ερωτήματα.
Στη νύχτα στην πλατεία μετά την βροχή
ακούμπησα σ' ένα δέντρο σα να ‘ξερα
όλα όσα χρειαζόμουν.

ο γυρισμός







Ώρα που την βρήκα...
Κατέβαινα τον δρόμο
καθώς το απόγευμα έκοβε νοσταλγικά τα αίματα.
Την ψυχή μου περιέβαλλε ο αιώνας
κι όλη η ομορφιά του καθρεπτιζόταν
στο χώμα στις γκρίζες πέτρες στους δρόμους.
Η κυρα-Λένη η μικροπωλήτρια με χαιρέτησε
μες το πρόσωπό της άνθιζαν 70 καλοκαίρια
κι ήταν οι ρυτίδες της στολίδια
-χαιρετούσα την κυρα-Λένη πάντα ως περνούσα
λούζοντας το βλέμμα μου σε άσπρο ουρανό.
Έκανα ένα γύρω να θαυμάσω
να καταλάβω
βγαίνοντας έτσι απ' την αθωότητα
και με πρόλαβε το γιασεμί του φράχτη
κομψά σκαρφαλωμένο σαν υφάδι
και τα κόκκινα ανοιγμένα τριαντάφυλλα.
Αλί έκανα, είμαι καταδικασμένος
μία απ' την ομορφιά και μία απ' την επίγνωση
και τότε ένιωσα ένα σύγκρυο
γιατί ήτανε χειμώνας
και μ' έφτασε το κρύο ως το μεδούλι
ξυπνώντας μέσα μέσα μου στην μνήμη
κείνο τον άλλο χειμώνα: της αγαπημένης.
Αλί είπα τίποτα δεν πέρασε.
Αρκεί μόνο μια μαχαιριά
και κοχλάζει το αίμα το παλιό και βάφει
κι ως έφτασα στο πατρικό μου είδα τον σκύλο μου
χοροπηδώντας, χαρούμενο απ' την προσμονή
κι έπεσα πάνω του
κλείνοντας πίσω μου με πάταγο
την πόρτα -και την απελπισία
Κι όλην την ώρα τούτηνα συνειδητοποιώντας
άνοιξα το στερεοφωνικό και πήρα ένα χαρτί
βέβαιος πως τίποτε άλλο
δεν έκανα ο ανθρωποφάγος
τόσο καιρό: ετοίμαζα το ποίημα.

τα λάθη που δεν έκανα




Πόσο πονάνε τα λάθη που δεν έπραξα!
Πάντα υπήρχε ένας λόγος, ένας καλός λόγος
για να κάνω το σωστό.
Ένας λάθος άνθρωπος που πάει να κάνει το σωστό
πληρώνει με απουσίες
στερείται.
Μην εγγίζετε γιατί θα το σπάσετε!
Και περιφέρεται
σ' έναν χώρο με ακριβά κρύσταλλα
σαν τον Μίδα.
Και μένει άμεμπτος κι ανέγγιχτος
ο μυγοσκιασμένος
δολοφονώντας όλες τις πιθανότητες
ο προσεχτικός ή ο φοβισμένος
σβήνοντας απ' το χάρτη μία μία
όλες τις πόλεις που θα ταξίδευε.

οι αυτόχειρες




Τ' αστέρια και το φως έγιναν έργο για φυσικούς και αστρονόμους.
Η δόλια γη μας κοντεύει να μεταλλαχτεί.
Ο άνθρωπος είναι η βιολογία του και η ψυχή του νευρώνες.
Ο έρωτας πήδημα και η αγάπη σήριαλ στο κατσικοκούτι.
Και σε μεγάλα ορθογώνια κουτιά στριμωγμένοι
δίπλα ο ένας στον άλλο κατοικούμε.
Θα εφεύρουμε σε λίγο και το απίθανο
μέχρι να ξεχάσουμε τελείως το θαύμα.
Θα τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου
αντί να κοινωνούμε μεταξύ μας.
Τ' αστεία θα γίνουν χλευασμοί
οι κρίσεις μας σποτάκια
και κάθε χειρονομία
το σχήμα της πιο ιν τηλεφιγούρας.
Όπως το πάμε δε θα υπάρχουμε.
Θα γίνουμε θνητά μηδενικά
και θα πεθάνουμε.

η υπόσχεση




Δυο κλωνιά βασιλικού δεν αρκούν να ευωδιάσει η ζωή μας.
Τέτοιες στιγμές θα ‘πρεπε να ‘ναι η ζωή μας
όχι μια θολή διάρκεια.
Κάθισες μαζί με τούς υποκριτές
και μοιράστηκες το ψωμί τους.
Κι έπειτα ζήτησες τα στήθη της μέρας
παίρνοντας στο κατόπι ένα παιδί.
Έθρεψα με πολλή απερισκεψία λύκους
λίγα πετράδια μαρτυρούν τη δική σας αγάπη
φεγγίζουν στη νύχτα οδηγοί.
Τόσο τετριμμένη γίνηκε η ζωή μας
αρρώστησε το πέλαγος σ' ένα κουτάλι.
Καιρός του ‘δίνειν’ και καιρός να πετάξεις.
Ναι αυτά τα δυο κλωνιά βασιλικού
το θλιμμένο τραγούδι, οι φωνές των φίλων
οι στίχοι και τούτα τα μεγάλα χέρια
που μπορούν ν' αδράξουν οτιδήποτε
πάνω απ' το κύμα με ακριβοδίκαιη αφή.
Η στοργή, ο ερωτευμένος μαργαρίτης τα δάχτυλα
'Θα υπάρξω' μια παλιά υπόσχεση.

έξοδος




Οχτασέλιδες περιπλοκές της σκέψης μου
έγιναν οι κραυγές μου
σωρεία υπονοουμένων η αλήθεια μου
σκευοφυλάκια τρόμου τα ποιήματά μου
διαβολοσκορπίσματα όλοι οι κόποι μου.

Όσο ανέβαινα τόσο και κατέβαινα.
Όσο προχωρούσα τόσο γύριζα.
'Ας κάνουμε μπίζνες' μου είπε ο εαυτός μου.
‘Δεν είναι εποχή για τρελούς’.
Ό,τι ήταν να δεις το είδες.
Τώρα πρέπει να διαλέξεις.
Κι έμεινα εκεί άναυδος
αναμεσά στο σταυροδρόμι.
Μέσα κι έξω απ' την κλεισμένη θύρα.
Χρειαζόμαστε ένα προφήτη
ή μια λαιμητόμο, είπα
κι άκουσα το χουγητό του γέλιου μου
να επιστρέφει απ' το κάστρο αντίπερα
που ορθωνόταν περιγελαστικά πάνω στους βράχους.
Εγώ ποτέ δεν θα φτάσω.
Αλλά για κει ξεκίνησα, μονολόγησα.
Ένας αετός να με πάρει στα φτερά του!
Δε θά ‘φτανε όμως όλη μου η θέληση.
Κάπου έκανα λάθος.
'Λάθος... Λάθος...' αντιβούισε ο τόπος.
Είμαι σαν πάντα χαμένος. Κι έκατσα ανακούρκουδα
κι έβαλα στις παλάμες μου το σώμα
και τραντάχτηκα.
Γέλιο; Κλάμα;
Αυτό είναι κόλαση! Μέσα κι έξω.
Μπρος και πίσω. Ταξίδι στο πουθενά.
'Μια ζωή θα ζήσουμε' θυμήθηκα
κι έσπασα με το ξύλινο πόδι μου την πόρτα.
Ανέβηκα δύο δύο τα σκαλιά
καθώς γύρω φτερούγιζε το χάος.
Ξέφρενα προσπέρασα όλες τις τρύπες
αθέλητα ξέφυγα απ' όλες τις παγίδες
και χωρίς να το καταλάβω
σε κείνο κει το κάστρο βρέθηκα.
Κι ήταν νύχτα με πανσέληνο.
Κι ήταν ο ίσκιος μου παχύς.
Κι ετοιμάστηκα να σηκώσω το σπαθί
να κόψω τις περιπλοκές των κόμπων.
Κι ήταν η γραμμή του στόματός μου
στο σχήμα του πείσματος.
Κι ήταν σε λίγο που θα χάραζε.
Κι είχα μόλις αρχίσει.

Ας πω γι' αυτά




Τι ωραία φαίνονται τα νεφελώματα!
Τα κβάζαρς οι κομήτες!
Αστέρες πολικοί και νύχτες μαγικές.
Θάλασσες ουράνιες
των πειρατικών των εξορμήσεων των τολμηρών
κι η ρόδινη αυγή ξεχωριστά πληγώνει.
Τα ηλιοβασιλέματα κι οι ευωδιές
της αποσταμένης υδρογείου
ο ουρανός ο πρώην ο κυανός
κι η ώχρα των σταματημένων χρόνων
πάνω στα σίδερα και τις αντίκες.
Τα λιλιπούτεια τοπία κι η βλάστηση
η εκρηκτική του ισημερινού
των καλλιτρόπων των δασών η φλυαρία
κάτω απ' το φέγγος χιλιάδων αστεριών.
Ας πω γι' αυτά. Ο κόσμος των ανθρώπων
βάρυνε σα πέτρα και θλίβει τις ψυχές
η ποίησή μου πια.

ο βασιλιάς


ο βασιλιάς

Στο ίδιο δωμάτιο που κατασκευάζαμε τις ηλιαχτίδες με την μικρή Ειρήνη και τρίβαμε τις μύτες μας σαν Εσκιμώοι έμελλε να χριστώ ο παράφρων βασιλιάς.
Διοικούσα τα έντομα του κήπου μου με άκρατη ευγένεια.
Ήμουν θαρραλέος στον πόλεμο με τις πεταλούδες κι ένα μικρό γατί
το παρασημοφόρησα για τις υπηρεσίες του στην μεγαλειότητα μου.
Εκεί με βρήκαν ελέω Θεού οι νοσοκόμοι τον κατάδικο.
Και έκτισα ποινή σε ξένη χώρα έξι έτη.
Έπειτα το πήρα απόφαση. Στους ανθρώπους δε πρέπει να λες όλη την αλήθεια.
Έγινα πάλι βασιλιάς αλλά τώρα διοικούσα στα κρυφά. Τον υπόλοιπο καιρό
διάβαζα εφημερίδα και μιλούσα για γήπεδο. Πήγαινα κινηματογράφο.
Παρασημοφόρησα πάλι το γατί αλλά η τελετή ήταν ολωσδιόλου μυστική.
Και ο πόλεμος με τις πεταλούδες γινόταν υπόγεια . Μου πήρε τρία χρόνια να καταλάβω πως δεν είμαι βασιλιάς. Σταμάτησα να διαβάζω εφημερίδα και να πηγαίνω κινηματογράφο. Έκανα μεγάλες βόλτες στην εξοχή κι απ’ όπου περνούσα με δείχναν: ο τρελός! Όταν ήρθαν οι νοσοκόμοι τους μίλησα λογικά, τους είπα για τον καιρό και τον μεγάλο αγώνα της Κυριακής. Έτσι γλίτωσα τις φασαρίες. Πέρασα τρία χρόνια κάνοντας βόλτες στην εξοχή. Τον τέταρτο πέθανα. Κι ήρθαν όλα τα έντομα στην κηδεία μου συντετριμμένα κι οι πεταλούδες ακόμη κάναν ειρήνη. Το γατί νιαούριζε σπαρακτικά όλη την νύχτα. Κι οι άλλοι είπαν: Έφυγε όπως του άξιζε. Ένας τρελός!
Και μόνο εγώ ήξερα πως έφυγα σα βασιλιάς.

Κατεδαφιζόμεθα




Κατεδαφιζόμεθα Γεωργία
Από δω ως το Τόκιο.
Μικρή στιγμή που ξεψυχάν
τα ονείρατά μας.
Ας μην έχουμε παράπονο.
Ζήσαμε το Μάη τον Απρίλη τον Δεκέμβρη
Ας πεθάνουμε μια μέρα του Αυγούστου.
Είναι μικρή στιγμή Γεωργία
Όλο το χάος είναι ένα τίποτα.
Κι εγώ λαχταρώ τόσο
εκείνες τις ώρες της αγκάλης σου-
ένας τρελός. Κατεδαφιζόμεθα σου λέω.

Πνίξανε το πετεινάρι.
Δεν το αποκεφαλίσανε όπως συνήθως
για μια νόστιμη σούπα.
Άλειψαν με το αίμα του την στέγη.
Μήπως μας γνωρίσει ο καιρός
και φύγει η ανάγκη.
Το κρέας του το πετάξαμε το πνιγμένο
Και μείναμε νηστικοί με την ελπίδα
σαν έμβρυο στην κοιλιά μας.
Ίσως μας λυπηθεί ο Θεός.

Εδώ θα παλέψεις




Ποιόν ακριβό διάπλου
έγραψε στο σώμα μου η σελήνη
η μυστική η σκοτεινή σελήνη
κι ατμίσθηκαν όλοι μου οι πόθοι
κι έγιναν σύγνεφο
κι έχυσαν στο κόσμο σκοτεινή βροχή;
Κι ατμίσθηκαν μαζί τους όλες οι εκπλήξεις μου
οι ποτισμένες στα πιο μυρωδικά ακρογιάλια
με αρμυρό κρασί
κι έπεσαν σε γη άγονη
και δεν έδωκαν
ούτε τριάκοντα.
Κι έχυσα τα δάκρυά μου
απ' το πλήθος των αγκαθιών μου τρυπημένος
σ' ένα δοχείο ένα κιούπι.
Είπα: Αν πιείς απ' αυτό Αριάδνη
μπορεί και να πεθάνεις
η ακόμη χειρότερα να ξεχάσεις
τον Θησέα το σχοινί και το τέρας.
Οιμωγές εκλεκτές αλάλαξαν πανταχόθεν
είχαν έρθει οι μνήστορες του Άδη
κι απαιτούσαν τον οβολό τους
πριν κρημνιστούν πάλι στο σκότος.
Και ικέτεψα το φως
και εχρειάσθη κόπος
και ανέδυσα τα χέρια μου απ’ το κουφάρι
και ύψωσα ψηλά σαν ιστία κομματιασμένα.
Δώρισέ μου το φως, είπα
γονατιστός, αθέλητα πένθιμος.
Κι ήταν η φωταγωγία του τέτοια
που με ξανάφερε στον κόσμο
μαζί με μια φωνή.
Εδώ θα παλέψεις είπε
είναι οι χρόνοι το χωράφι σου
σπείρε και θέρισε.
Και εκτινάχτηκα μες στο δωμάτιό μου
πάνω στην καρέκλα μου
με το στυλό και το τετράδιο ανοιχτό.

When Johnny comes marching home - Instrumental march

Θα με δικάσει o κούκος και τ' αηδόνι

Paco de Lucia "la Barrosa"

Μποφίλιου Νατάσσα - Το αστέρι μου

~Lìmbò

Arvo Part - beautiful music

Με τα φαντάσματα του κόσμου





Μ' ένα ξένο πρόσωπο πορεύομαι
μέσα σ' ένα ξένο σώμα
με ανθρώπους ξένους συνδιαλέγομαι
στην τραγωδία εκτελώ επιτυχώς
το ρόλο του ανήξερου-αλίμονο.
Μόνος με τα φαντάσματα του κόσμου
που οι άλλοι τα λογίζουν εικασίες
μα που η διαβολική αλήθεια τους
κατατρώει μέρα με τη μέρα
τα σωθικά μου.

ο δολοφόνος των περιπτώσεων




Η ζωή που δεν έζησα έρχεται τις νύχτες και με βασανίζει.
Μου αναφέρει συγκεκριμένα τοπία συγκεκριμένες εκδοχές.
Και δεν μπορώ να αρνηθώ τίποτα.
Σαν τον δολοφόνο που τα θύματά του ζωντανεύουν την νύχτα
κι έρχονται στο πλάι του με τις ζωές που δεν έζησαν
και δεν κάνουν τίποτε παρά να υπενθυμίζουν.
Κι είναι τόσο το κεντρί!
Κι ο δολοφόνος των περιπτώσεων κατέληξε ένας γραφιάς
που συμβολίζει τους ομοίους του σε ποιήματα.

ποίηση παρηγορητική







Να σε υμνήσω ποίηση δεν τολμώ
αφού τόσο σε κατέβασα και δεν σε υπολήπτομαι
αλλά ξέρω πόσο σοφά παρηγορείς
κάθε θλιμμένη καρδιά που σε ζητά
να πλέξει θέλοντας τις κραυγές της με σχήματα
και στις λέξεις να αποθέσει το κεντρί της
το μελαγχολικό και μόνο, το απαισιόδοξο.