η πρόθεσή μου είναι μέσα από αυτή τη σελίδα να παρουσιάσω καταρχήν έργα δικά μου, ποιήματα και πεζογραφήματα, καθώς και άλλων. Ενδεχομένως να περιληφθεί και ο δοκιμιακός λόγος στα ενδιαφέροντα του μλογκ. Θά ΄λεγα πως δεν πρόκειται μόνο για ένα εγχείρημα λόγου αλλά και διαλόγου μες και από τη δική σας ενεργή συμμετοχή. Θα περιλαμβάνονται επίσης ενδιαφέροντα μουσικά βίντεο και ντοκιμαντέρ.
20 Σεπ 2011
Φτηνές απομιμήσεις
|
Liza Dionisiadou - Σημείωμα στο μάθημα Ιστορίας
Στον αιώνα μου,
σημειώθηκαν αλλαγές στον άξονα του κόσμου.
η μετατόπιση της γης
προς τη μεριά της κόλασης,
άλλαξε την τιμή της απόστασης
μεταξύ ουρανού και γης.
Τον θάνατο τότε τον ξόρκιζαν
με μικρούς, μαλακούς,
θανάτους
καθημερινούς !
περίεργα αντικείμενα,
στοιβαγμένα σε δωμάτια,
εμπόδιζαν το πέρασμα του ονείρου !
υπερβολική προσπάθεια αφαίρεσης,
οδηγούσε τους ενοίκους,
σε θαλάμους λευκούς,
με νούμερα.
Μερικούς αιώνες πριν,
είχαν ανθίσει :
ο πολιτισμός, η δύναμη, οι τέχνες !
στην δική μου εποχή,
τα ευρήματα,
αλλοιωμένα από χημεία ευτυχίας
δυσκόλευαν την εκτίμηση των αρχαιολόγων .
Το κεφάλαιο της ιστορίας,
σημειωμένο με σταυρουδάκι από μαθητή του μέλλοντος
ήταν σύντομο …
Angela Georgota - ανθρώπινη φύση
Εγώ είμαι μικρή.
Δεν έχω δάχτυλα να υφαίνουν ώρες αγρύπνιας
Τα χέρια μου τη μοναξιά δεν την κεντούν σε αραχνοϋφαντο στολίδι
Το στήθος μου ζεστό ποτάμι από πυρ.
Εγώ είμαι λίγη.
Δεν φτάνει το τραγούδι μου να ξεμυαλίσει ναυαγούς
Και το κορμί μου δεν αρκεί να σε κρατήσει εννέα χρόνια στονησί .
Δεν έχω εγώ τη φήμη της Ελένης,την κόμη την ξανθή,τα θέλγητράτης
Που έστειλαν πρόωρα στον Άδη τόσα φιλντισένια ανδρικά κορμιά.
Εγώ είμαι ανθρώπινη.
Δεν έχω τίποτε το θεϊκό ,ούτε χαρίσματα,ούτε φίλτρα μαγικά,
Ούτε χαμόγελο ολόφωτο ,ούτε σημάδια απόκρυφα να εξερευνήσεις.
Εγώ είμαι φτιαγμένη από πηλό.
Η σάρκα μου ,τα οστά μου, το αίμα μου
Ανθρώπου θνητού καμωμένα,χωρίς έστω την ψευδαίσθηση του ξεχωριστού.
Δεν λάξευσε εμένα το κορμί μου γλύπτης,ούτε θεός δεν φύσηξε αεράκι την ώρα που γεννιόμουν.
Οι Μοίρες ξεχάσαν να με προικίσουν και αδέσποτη στάθηκα στης τύχης τα τερτίπια.
Δεν με λαχτάρησε κανένας Κένταυρος εμένα ούτε και ο Δίας μετεμορφώθη σε χρυσή βροχή να με πλαγιάσει.
Εγώ λοιπόν είμαι αυτή.
Και ξέρω.δεν σου είμαι αρκετή.
Τούλα Μπαρνασά - Να περιμένεις
Nα περιμένεις ... κι ότι παλιώνει
μ΄αλαφροίσκιωτο στα ξεχασμένα
κρέμεται ,
σαν το μαχαίρι το παλιό που η ώρα του
θα φθάσει για το φόνο,
να περιμένεις ...και θα ξαναρθώ.
Από όρυγμα δαιμονικό
στα φάσματα θα αναλυθώ.
Σαν Πηνελόπη ή Kίρκη,
με άλλα μάτια ,νέα δέρματα ,
θα σ΄ανακράζω στα ναυάγια,
ώσπου τα βουλιαγμένα προσωπεία σου
σ΄ άλλο χωρόχρονο ν' αναδυθούν.
Ετσι σα φάντασμα π΄απόκοτο
ξυπνά, ξανακοιμάται και φωνάζει ,
το έχε γειά, το καλωσόρισες,
θα αναστηθείς σε μαύρο έρωτα.
Σε αυτόν που όσοι γνωρίζουν
τις πληγές τους ανεμίζουν,
τα φοβερά τους πρόσωπα μνήμες
ανατρεμίζουν κι αποσκοπούν
τον ίδιο τον παλιό τους θάνατο .
Πάει καιρός που λησμονιέσαι,
μα έπειτα ξαφνικά στην αγκαλιά
ενός άλλου,
μες στα ανοιχτά μου γόνατα
σαλεύεις και ξαναθυμιέσαι!
Φευγαλέα ματόκλαδα, ρούχο λευκό,
άγγελος τιμωρός να με χαράζεις
με... μια νυχιά κατάστηθα!
Πως να εκφοβίσω το πουλί
που κάθε μέρα ξεφλουδίζοντας
τις λέξεις, μου λιώνει ένα ένα
τα δάχτυλα ?
Οργανο η γλώσσα μιας μανίας
που συλλαβίζεται στις απολήξεις.
Γλυκά γλυκά... κι ως να τρελαίνομαι
στον ύπνο μου,
στα ωραία μαρτύρια των νέων ερώτων
φέγγε μου ίσα μεχρι το θάνατο!
Kι όπως γυναίκα που διανύοντας
τις χιλιετηρίδες,
στα πρίσματα της ποίησης
παραθλασμένη ,χιλιομορφική ,
με ένα πολλαπλασιασμένο
στον καθρέφτη πρόσωπο,
θα καθαρίζω το άιμα και πάχνη
από κάθε σου κόκκαλο
Νεόφυτος Δάνος - 59
Ανέκαθεν τα όρη,
με παδιαριώδη βεβαιότητα,
επιδεικνύουν
ακατάλυτα στήθη
ενός δήθεν «πάντα»
υπό τύπον θριάμβου…
Των σπλάχνων οι πηγές,
οι αστείρευτες,
με φλύαρη "δόξα",
ανεξάντλητα «λαξεύουν»
την αδάμαστη πέτρα….
Τα δένδρα,με «νού» υποτυπώδη
και σκληρή σάρκα,
υποδεικνύουν το «πολύ»
του τόπου και του χρόνου…
Και η άνοιξη,από κοντά κι αυτή,
πυρπολεί το γίγνεσθαι
με ζωή ξελογιάστρα,
την άλλη όψη του θανάτου…
Ομως,οι θάλασσες…
Αχ οι θάλασσες….
Σε υγρές φυλακές,απλησίαστες,
θρυμματίζουν τη ρίζα και τον καρπό,
το αίτιο και το αιτιατό
του κόσμου τούτου...
Μήτρα και χωνευτήρι…
Και πλέον αντίστροφος τοκετός…
Κι επιστροφή,
όπου πνεύμα Θεού δεν επεφέρθη
επί των υδάτων
και δεν διεχώρισε το φώς
από τους σκότους…
Οι θάλασσες…
Αχ,οι θάλασσες…….
(Νεόφυτος,07-07-11)
Θοδωρής Αργυρόπουλος - Άσκηση σουρεαλιστικού λυρισμού
Τα γλυκά της τα χέρια απ’ αφρό και από γιούσουρι
Από σμάλτο και φίλντισι τα γυμνά της τα πόδια
Από γήλιο κι απ΄ άχυρο το ξανθό στα μαλλιά της
Πίδακες άσπιλους υψώνει το γέλιο της
Της δροσιάς το στιλπνό και το διάφανο
Τα μάτια της δυό πράσινοι κάμποι την Άνοιξη
Μέσα τους χαρούμενες μέλισσες βομβούν και μαζεύουν τη γύρη
Πεταλούδες ανάλαφρες πεταρίζουν ανάλαφρα σαν κορίτσια
Και μ’ αστέρια και νάρκισσους το ολόφωτο πλέκουνε
Που της πρέπει στεφάνι
Παπαρούνες σεμνές σκύβουνε ντροπαλά το κεφάλι
Χελιδόνια μικρά τιτβίζουν στα στήθη της
Και δειλά πιπιλίζουν των βυζιών της τις ρώγες.
Ένα πέλαγο ξάγναντο η ματιά της στο μέλλον
Τρυφερή σαν τραγούδι
M’ ένα καράβι στ’ ανοιχτά που πλέχει
Κι είν’ μαζεμένα τα πανιά του σε περίσκεψη
Κι είν΄συναγμένοι οι ναυτικοί του στην κουβέρτα
Αθήνα , Φθινόπωρo 1977
Χαριτίνη Ξύδη - Στους βράχους
Ξεκίναγε μια ανηφόρα από την ακροθαλασσιά
Ήταν γι’ακροβασίες σε θρύψαλα από βράχους
Ήταν για να σκοτωθείς άγρια
Όταν την κατέβαινες σε κύλαγε σ’ένα στόμα
Που έλιωναν μέσα του τρικυμισμένα ρεμπέτικα
Μερικά απ’αυτά σαν κομμάτια σοκολάτας
Μαλάκωναν τις κλειδώσεις
Κι άλλα σαν ατσαλόσυρμα στα δόντια σ’έσωζαν
Πριν το χαμό σου
Αλλά έφτιαχναν κάτι πληγές από κείνες που ποτέ
Δεν κλείνουν και τις έχεις για πάντα στις χορδές
Στη γλώσσα στα χείλια
Κάθε που πας ν’αρθρώσεις μια συλλαβή από το τραγούδι
Να πονάς σαν να ξαναγεννιέσαι
Τα τριζόνια τα ψάρια τα πουλιά-ιεροφάντες
Που μεγαλώνουν στη νύχτα
Αποσιωπούσαν το ζύγιασμα
Ό,τι στάθηκε όρθιο μετά την αγάπη
Ήταν εκείνο που μας πήγε ένα μονοπάτι πιο πέρα
Μια ανεπαίσθητη χαραγή ανάμεσα σε μνημεία
Βόσπορους και Φρίκες
Όρθρος-πρωινή ελεημοσύνη σε ήρωες ποιημάτων
Που ποτέ δεν θα πάρουν τη θέση τους
Στην αληθινή ζωή
Μένεις μόνος-άφωνος- με γυρτούς ώμους
Βαρείς από προσμονή απελπισίας
Κοιτάς από μακριά το κρυφτό της αλήθειας
Λιώνοντας ένα ένα τα τραγούδια που σε λιώνουν
Ίσα ίσα που θυμάσαι
Την τελευταία λέξη που την κράταγες
Να την πεις να τη γράψεις ανεβαίνοντας όπως ο πυρετός
Μισή μισή ως το αίμα των δαχτύλων
Κι ήταν η λέξη θάλασσα και τα τραγούδια η ίδια
Αλλά δεν έχεις πια ούτε φωνή ούτε δάχτυλα
Χωνεύεις τη θάλασσα το αλάτι
Προχωράς αόριστα σ’ένα βάθος τραύματος
Και πας όπου σε πάει
Ελπίζοντας να σε σκοτώσει πρώτο
Ιωάννα Κικίδου - Μπορούν;
Μπορούν δυο άνθρωποι να γίνουν πανσέληνος;,με ρώτησες...
Μπορούν,να ενώσουν το έσχατο κομμάτι της άγνοιάς τους,
σε ολότητα του ''εμείς'';
Mπορούν,να κομματιάσουν τις ενοχές τους,
σε επιμέρους ασήμαντες λεπτομέρειες;
Mπορούν,να οδηγηθούν στην κάθαρση
μέσω του συναισθήματος;
Mπορούν;
Aδυνατώ,να απαντήσω τι μπορούν δυο άνθρωποι...
Aν μιλούσαμε για ψυχές...
ίσως να είχα μιαν απάντηση...
Ορφέας Ομπρένοβιτς - Ο καθρέπτης της κυρίας Ο
Όλοι μου λεν ότι εσύ μου δείχνεις την αλήθεια. Και σιγά μην σας πιστέψω…
Ποια είναι η αλήθεια?
Ξένα τα μάτια των αλλωνών, ξένα και τα δικά σου
Πότε λοιπόν κατάφερες να δείξεις κάτι από μένα?
Μια σιωπή μου, έστω…
Ένα ράγισμα του Νου, μια όψη από τη θλίψη μου, ένα κουρέλι έρωτα…
Αν ήξερες το πόσο εύκολα σε ξεγελούσα…
Σου έκρυβα τους πόθους μου με μάσκες κέρινες. Τίποτα, ποτέ, δεν σε άφησα να καταλάβεις.
Στο πένθος μου, σου έστελνα χαμόγελα, ενώ έχτιζα τη σάρκα μου κάτω από στρώσεις πρέπει.
Τη μέρα που σχίστηκα στα δυο, εσύ προβάριζες το μαύρο μου φουστάνι. Μια θεατρίνα έδειχνες.
Εγώ αιμορραγούσα στη σκηνή και εσύ εστίαζες στον Σκηνοθέτη.
Αν ήτανε παράσταση η ζωή μου, θα σου έλεγα πως – Ναι!
Σε χρειαζόμουν
Ήσουν το αναγκαίο ψέμα μου, για να προστατευθώ απ τις βρισιές – ή τα χειροκροτήματα.
Θα με έβγαζες από τη δύσκολη θέση να αποδεχτώ, ότι πίσω από τον κάθε Υποβολέα, παραμονεύουν τα λόγια που δεν άρθρωσα ποτέ.
Οι όψεις μου, που δεν έγιναν λέξεις
Ανόητος που είσαι!
Μια ζωή καθρέπτιζες, αυτό που έβλεπαν οι άλλοι.
Απ τον καιρό που βυθιζόμουνα στα παραμύθια κι εσύ μας παρουσίαζες ένα μετρίως συνεσταλμένο κοριτσάκι
κι από τα πρώτα κρίματα του έρωτα, τις βέβηλες και ανομολόγητες φαντασιώσεις,
που εσύ ηλίθιε,
τις μόστραρες σαν ανεπαίσθητες κοκκινίλες σε αθώα μάγουλα
κι από τις άγριες μνήμες της προδοσίας, κι από όλα εκείνα τα ταξίδια σε χωμάτινα κορμιά,
από τις προσευχές και τους θρήνους, που στοίχειωσαν τις νύχτες μου,
εσύ δεν έβλεπες,
παρά μιαν ελαφρά σκιά γύρω απ τα μάτια…
Έτσι και τώρα,
δεν βλέπεις μπροστά σου ούτε τον άγγελο, ούτε τον δαίμονα, ούτε το όνειρο ούτε τον θάνατο
και προπαντός, ούτε εμένα…
Είσαι ανίκανος να ξεπεράσεις τα επαργυρωμένα σου όρια και να βγάλεις στο φως
το πρόσωπο που θα αντικρύσει η Αιωνιότητα
Περιορίζεσαι σε ότι φτάνει το μάτι τους, να δούνε οι άλλοι
Τις βαθιές δαγκωματιές του χρόνου στο κορμί μου, τις ρυτίδες, τις ζάρες και τις ερήμους,
τον πάτο μιας λίμνης που στέγνωσαν τα νερά της.
Καθρεπτίζεις μόνον τις επιφάνειες, τις ράχες των πραγμάτων, γιατί ο κόσμος σου είναι επίπεδος,
μια πλάκα γυαλί, που πάνω της κινούνται μοναχά οι προβολές – οι περιλήψεις των όντων.
Ποιος και γιατί να σε πιστέψει, εσένα, γυάλινε σαλτιμπάγκο?
Σου λείπει το Θαύμα…
Δέσποινα Μακρή - ΙΘΑΚΗ
Την Ιθάκη απαστράπτουσα αντικρίσαμε, χαρήκαμε .
Του ταξιδιού το πλοίο εγκαταλείψαμε με βιάση.
Δίχως τύψεις, το όνειρο ανυποψίαστοι χάσαμε.
Αλίμονο!
¨Όλα γύρω μας, άλλαξαν ευθύς
μορφές, ρυθμούς και χρώματα
κι εμείς φυγομαχούμε ακόμα
πιασμένοι στα δίχτυα της απάτης.
Δεν είμαστε ίδιοι πια
Κι ο ήλιος της αλήθεια
Κρυμμένος πίσω απ’ τα βουνά
…………………………………………
.Τι κρίμα !Εσύ στην ομίχλη κι εγώ στην ερημιά
Βαγγέλης Φίλος - Για λίγο
Φύσηξε, τότε, μια σιωπή και τον πήρε. Κι ήταν η πρώτη φορά που εκείνη ταράχτηκε. Και σήκωσε το χέρι, ως να ’θελε να τον κρατήσει.
Μα, πάλι ξέροντας, ότι ήταν αυτό μια ματαιότητα, χαμήλωσε το βλέμμα. Κι άρχισε, πάλι, εκείνο το σφυρί να κτυπά. Πρώτα μακριά. Κι ύστερα μέσα της.
Όμως, καθώς είχε συνηθίσει την μονότονη βροχή στο θολό τζάμι, άχνα δεν έβγαλε. Πέρασε τα δάκτυλα, σαν χτένι, στα μαλλιά και συλλογίστηκε. Και καθώς οι δυο παλάμες της ενώθηκαν για να στηρίξουν τη στιγμή της, κρύφτηκε το δάκρυ.
Κανείς δε βρέθηκε, εκεί, να μαρτυρήσει. Πίσω απ’ τα φώτα μιας αλήθειας, πλανήθηκε για λίγο η ελπίδα.
Αθανασία Γιασουμή - Ένας άνθρωπος κόσμος
Είθισται να σου μιλώ αισιόδοξα:
για την πέτρα, το κουπί και το ανθισμένο κυκλάμινο.
Να παιχνιδίζω με τα αίματα
κι από τα τραύματα να σου μαθαίνω το φιλί και τον ήλιο.
Τη συνήθεια αυτή, τη φαντάζομαι
σαν ένα διθέσιο αμάξι μόνο για Εσένα και για Εμένα.
Κλέβω πολλές φορές που λες μέσα απ’ τα χέρια σου
εκείνο το τεράστιο τιμόνι του εαυτού μου
και το γυρνάω αδέξια, πέρα ως δώθε
για να μάθω τον κίνδυνο όταν είμαι μακριά σου.
Τυλίγω γάζες, φτιάχνω μια εσάρπα με πληγές
που όσο τη σφίγγω
τόσο μαθαίνω να πεθαίνω και να αρχίζω
να αναπολώ τις στιγμές που σου μιλούσα αισιόδοξα.
Κι έτσι θυμάμαι τον κόσμο που μαρμάρωσε οικτρά τους ήρωες του
έτσι θυμάμαι, να μυρίσω τη φθορά μέσα απ’ το ρούχο του χειμώνα
-αλήθεια χειμώνιασε κι έβγαλε δόντια τούτος ο ήλιος-
Τσακίζω την πέτρα του ύστερα
κι απ’ τα ναυάγια των καιρών ό,τι απόμεινε
ένα ορφανό κουπί
στα χέρια του μαστιγωτή Ποσειδώνα
Ακούω τη θάλασσα να κλαίει μέσα απ’ το αλάτι της,
ακούω τα ψάρια στους βυθούς να συζητούν μόνο για θάνατο
Κι αφού έχω θάψει με τα τιμαλφή μου στους βυθούς
τα αγριοχαμόγελα,
τα μνημονεύω με το πέταγμα του κομμένου κυκλάμινου.
Αντεστραμμένη και η ίδια
σαν ένα είδωλο κυρτό του εαυτού μου
θυμάμαι να επιστρέψω στο ταξίδι μας.
Να σου μιλήσω για την κόκκινη μπογιά πάνω στον τοίχο
-πόσο ομορφαίνει τη ζωή μας μια λεξούλα-
κι αρχίζω πάλι να ισορροπώ μέσα στα χέρια σου,
στις δικλείδες ασφαλείας του κενού μου.
Κι είμαι ένας άνθρωπος.
Κι είμαι ένας κόσμος.
Katerina Kosma - Ο Δάσκαλος και οι ΛέΞεις
-Δάσκαλε.
-Ναι παιδί μου.
-Δάσκαλε, πες μου γιά τις λέξεις.
-Πάλι παιδί μου?
-Πάλι Δάσκαλε, πάλι.
-Καλά παιδί μου, αύριο.
-Δάσκαλε.
-Ναι παιδί μου.
-Θα μου πεις σήμερα γιά τις λέξεις?
-Αύριο παιδί μου, αύριο, σήμερα είμαι κουρασμένος
ή μήπως άρχισα ήδη να σου λέω..
-Δάσκαλε, ήρθε πάλι το αύριο.
θα μου πεις γιά τις λέξεις επιτέλους?
-Εγώ σου λέω, εσύ δεν ακούς.
Υπομονή παιδί μου, υπομονή χρειάζονται οι λέξεις.
Να τις περιμένεις υπομονετικά πρέπει,
όποτε αποφασίσουν ότι είναι χρήσιμες θα'ρθουν.
Να μην τις εκβιάζεις τις λέξεις.
Να παίζεις μαζί τους αλλά να μην τις κυνηγάς.
Ακόμα και αν τις πιάσεις, κουρασμένες θα'ναι
και χιλιοειπωμένες και ξένες.
Να βγαίνουν απ'την καρδιά και την ψυχή σου οι λέξεις,
το μυαλό να επιβλέπει μόνο,
γιατί τι να το κάνεις το Ωραίο όταν είναι Ψεύτικο?
Και όταν ανταμώνετε, να σιωπάς και να ακούς,
μόνο τότε θα σε πάρουν μαζί τους σε ταξίδια,
που μπορεί ν'αρέσουν σε πολλούς, ή σε κανέναν ή μόνο σε έναν.
Μα μη νοιάζεσαι γιατί θα'χεις γυρίσει από ταξίδι εσύ
και αυτοί θα στολίζονται γιά να αρέσουν
και αυτοί θα συναγωνίζονται για να δυσκολέψουν
των λέξεων και των νοημάτων τη ζωή.
Αλλά τι νόημα έχει πες μου,
κάτι όμορφο να ακούγεται αλλά πιό μέσα να μη φτάνει?
Εσύ να γράφεις γιά πιό μέσα και πάντα από μέσα σου.
Ποτέ να μη γίνεις Ποιητής ή Συγγραφέας,
πάντα ο καθρέφτης της ψυχής σου να'ναι οι Λέξεις,
να τις μοιράζεσαι γενναιόδωρα
και να μην περιμένεις δώρα,
γιατί καλλίτερο δώρο από τις Λέξεις σου,
προσεκτικά διπλωμένες σε ένα κομμάτι χαρτί,
δεν υπάρχει...και αυτές θα υπάρχουν γιά πάντα, δικές σου.
-Δάσκαλε...
-Τις λέξεις και τα μάτια σου παιδί μου! -Κκ-.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τέλος Σεπτέμβρη, όψιμες διακοπές σε μια παραλία κάπου στην Κατερίνη. Καιρός άστατος, κόσμος ελάχιστος. Ξεχωρίζει ένας κύριος επιβλητικός με ενδυμασία πλέον ακατάλληλη γιά παραλία. Τραβάει την προσοχή μου και σηκώνω τα μάτια από το βιβλίο μου, είμαι δεν είμαι 5-6 χρονών, βιβλιοφάγος από τα γεννοφάσκια μου, ρίχνω κλεφτές ματιές στον κύριο που κοιτάζει με βλέμα απλανές τη θάλασσα γιά χρόνο που μοιάζει ατέλειωτος. Ξαναπιάνω το βιβλίο, όταν τον νιώθω δίπλα μου να κλωτσάει βοτσαλάκια προς το μέρος μου. 'Ε, μικρή, δεν είσαι λίγο μικρή γιά να διαβάζεις αυτό το βιβλίο? -Όχι κύριε, δεν είμαι. -Άδεια ζήτησες? Από ποιόν? -Από μένα, δικό μου είναι, παιδί μου είναι...
Δε θα πω το όνομά του, ούτε το βιβλίο.
Του ορκίστηκα ότι δε θα αποκαλύψω το μυστικό του,
πως ώρες ώρες αγαπάει τα βιβλία του και τα ποιήματά του περισσότερο από τους ανθρώπους,
γιατί πολύ τον πλήγωσαν.
Λίγο καιρό μετά έμαθα πως πέθανε.
Γιά τους άλλους που τον πλήγωσαν μπορεί,
γιά μένα όχι...
Vg Gv - ...Οδύνης αποδοχή...
Αφέθηκες στους πέντε ανέμους.....
ηθελημένα ή όχι.....
και σ' ευτελές άτι....
της πρώτης ευκαιρίας......
έφιππος καλπάζεις.....
Δεν συλλογίστηκες......
την κινδυνοφόρα του δάσους σιγαλιά.....
Έντρομος τώρα προσπαθείς.....
πορείες ν' ανακόψεις.....
Λίγο να ζήσεις πιό πολύ.....
στο διάβα του Θανάτου σου.......
Γέλα ν' ακούσεις ταραχές......
ήχων να νοιώσεις παφλασμούς......
Πως γέλασες τον Θάνατο να αισθανθείς.......
κι ύστερα αφέσου.....
στη λάμψη της λεπίδας του......
αιώνια να ζήσεις.......
Μη γελάς......
Ψυχή θέλει ο Θάνατος.....
να σε νεκραναστήσει....
Στέλλα Γεωργιάδου - Έξοδος
Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Χαλύβδινοι άνθρωποι, αδιάφορα βλέμματα
ζέστη πνιγηρή, όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια, χέρια υγρά
Ακινησία
Εκπομπές ρύπων, χτύπων
ανούσιων συζητήσεων
Οι βασανιστές των ανθρώπων
δε θα ‘ναι άνθρωποι
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
Θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
Η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο
Ναι, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Συνωστισμένες ψυχές σε αστικά λεωφορεία
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων
Από τα χρώματα και τα όνειρα
θα λείπει το πράσινο, το κυανό, η πορφύρα
κι όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
Μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
Ίσως, και κάποιες χαραμάδες φωτός
μακρινές σαν νοσταλγίες
ίσα για να θεριεύει
το άλγος της απώλειας
Κάπως έτσι -σκεφτότανε- θα 'ναι η κόλαση
Αναγκαστική επιβίωση κατά μόνας
με παιδιά που γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
Απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες, ανονείρευτες
και οι μέρες, αφόρητα εργοστάσια κανόνων
Κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο
Δεν τον ένοιαζε, στ’ αλήθεια, η κόλαση
μόνο πίνακες έφτιαχνε μ’ άραχνες σκέψεις
και τους κοίταζε, μειδιώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
Όσο ακόμα του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.
Tas Sos - Στα ύποπτα στενά χώνεσαι
Στα ύποπτα στενά χώνεσαι
στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές
της τέως διοικήσεως πρωτευούσης
σαν παράνομος αλλοδαπός
ένας αμήχανος ίσκιος
ένα κουρέλι στον νυχτερινό άνεμο
ένας κυνηγημένος παρεκκλίνων
μετά απ’ την ταφόπετρα
στην χαρούμενη οικογένεια
και τους χεσμένους φίλους
στα ύποπτα στενά χώνεσαι
στου ξεσκισμένου νόστου
τα θλιβερά υπολείμματα
ένας γαμημένος ίσκιος
στα ηλιοβασιλέματα
πίσω από ερείπια εργοστασίων
από άδεια καφάσια
και χρονίζοντα μπάζα
στα ύποπτα στενά
με τους φτωχοδιάβολους παρέα
το σβησμένο βλέμμα
τα βρώμικα δάκρυα στεγνωμένα
από μια παγωνιά ξέμπαρκη
στις άκρες ενός σερνόμενου κόσμου
σε μια κηλίδα ανεξέλεγκτη
στα ξερατά ηττημένων αγίων
χώνεσαι
Νανά Τ. - Οι αόρατοι
Μισή μέσα στο όνειρο κι η άλλη μισή στα ξέφτια του:
το πρωί με τράβηξε απ’ τα μαλλιά
η πραγματικότητα στις αγορές του κόσμου
- πώς αναδύθηκα μόνο με λίγες αμυχές
θαύμα είναι˙ μόνο τα άχρηστα
τα αχάριστα κι όλα τα χαρισμένα
σφηνώθηκαν στα λέπια μου σαν αχινοί
έχασα όμως
όλα μου τα υπάρχοντα για σήμερα
άφησα πίσω μου λέξεις-κοχύλια άπειρα
βουνό ερωτηματικά και αγκαλιές χταπόδια
κουρέλια υποσχέσεων και αναβολών
την άπι(α)στη ταχύτητα-μεγεθυντή των αποστάσεων
χυμένα αίματα που με το άγγιγμα
αμέσως γίνονταν αστέρια
και τον βυθό ασυμμάζευτο, έκθετο
στη θέα όσων δεν υποψιάζονται.
Τρέμω τι θ’ αντικρύσω αν με υποδεχθεί απόψε.
Όλη τη μέρα κολυμπούσα ασταμάτητα
ανάμεσα ακατανόητο και αμηχανία:
Δεν είμαι εδώ, τους έλεγα, δεν είμαι!
Δεν βλέπετε τον ομφάλιο λώρο μου και πού ανήκω;
Έκπληκτοι στην αρχή, μετά τους κατάπινε
η αδηφάγος τύρβη πάλι
συνέχιζαν τις ασχολίες τους
και σε λίγο δεν με έβλεπαν.
Ούτε τους είπα βέβαια
πως τρώμε φρέζιες για σαλάτα
για να ευωδιάζουν τα βήματά τους όνειρο
- έτσι κι αλλιώς, το έχουν ξεχασμένο
και μόνο το θυμούνται φευγαλέα
όταν αφηρημένοι μυρίζουν
κάποια λουλούδια
- επετείου ή Επιταφίου, αδιάφορο.
Ισιδώρα Καστριώτη - Αποτυπώματα εννέα ημερών
Ημέρα Πρώτη
Έρχεσαι ευδιάκριτα από απέναντι, αλλά δεν μου είναι ορατό αυτό που κομίζεις. Βλέπω το περίγραμμά σου καθαρά, βλέπω την σκίαση που επιφέρεις στον ορίζοντα καθώς επικαλύπτεις το κέντρο του. Αφουγκράζομαι τους ήχους, λέξεις άδηλες μα μεταφράσιμες.
Επιθυμείς ένταση. Προσυπογράφω, η έκρηξη με γοητεύει.
Επιθυμώ διάρκεια. Προσυπογράφει το έως τώρα υπάρχον παρελθόν. Ήδη πολύ, απρόσμενα.
Οι φόβοι κοπάζουν.
Ημέρα Δεύτερη
Πολλές οι μέρες εμπρός για να τις αντέξω εύκολα. Με επαναφέρουν στην απαισιοδοξία μόνον με τον αριθμό τους.
Πολύ το εμπρός. Πολύ και μαύρο, και δεν βλέπω ξέφωτο. Κοιτώντας το, θαρρώ πως εγώ φέρω το μαύρο κι όχι εσύ. Εγώ, που μέσα στο ανέλπιστα καλό τολμώ να ελπίζω στο καλύτερο.
Μαζί με τον έρωτα, μου γέννησες και την απληστία.
Ημέρα Τρίτη
Σκοτάδι εισβάλλει στο βασίλειό μου. Μουντός ο καιρός επελαύνει, βιαστικά ενδύει τα ήδη γκρίζα με ακόμα περισσότερο γκρι, με ακόμη περισσότερη απόγνωση. Φύονται σιωπές που δεν τις θέλω. Πρέπει να εγείρω έναν ήλιο σ’αντιστάθμισμα, αλλά έχω χάσει όλα μου τα χρώματα..
Στο μεταξύ, το μέλλον βρέχει δάκρυα.
Ημέρα Τέταρτη
Βάλλομαι. Αγκάθια παρεμβάλλονται για να ματώσω. Τα παρακάμπτω. Είσαι ο οδηγός μου, δεν σε χάνω. Ιχνηλατώ τα αποτυπώματά σου. Στην πραγματικότητα αρπάζομαι από αυτά.
Και οι μέρες κυλούν χλωμές.
Ημέρα Πέμπτη
Με γενναιότητα να τολμάς. Με παρρησία να προβάλλεις. Παρορμητικά να εφορμάς στην επόμενη στιγμή. Σαν να βουτάς στον στόχο. Να αρπάζεις τον στόχο.
Αυτά όλα που δεν θα γίνουν.
Κι εμείς.
Ημέρα Έκτη
Σκέπτομαι….πόσο πολύ, τόσο σύντομα, πόσο βαθιά…
Σκόνη γίνομαι χωρίς εσένα….σκόνη
Ημέρα Εβδόμη
Ένας φρέσκος ήλιος σαν πορτοκάλι σκαρφαλωμένο στον ουρανό. Η αναμονή φωτίζεται από αδιόρατη παρουσία. Εκούσια παρουσία στην ακούσια απουσία. Ελάχιστη, μα αρκετή να ανασάνεις. Αρετή μου, η υπομονή. Θα δεις.
Ζουμερό πορτοκάλι και η μνήμη, καθόλου αφυδατωμένο.
Τέσσερα, ο αριθμός μου. Τέσσερα χέρια μπλέκονται. Σε αγγίζω. Δικός μου.
Ημέρα Όγδοη
Ανοίγω το παράθυρο στο φως. Ήλιος καταλυτικός εισδύει εντός. Πλημμυρίζει τα πέριξ βάφοντάς τα με χρώματα χαράς. Σε περιμένω.
Δεν έχουν μείνει πολλές οι μέρες και το γκρίζο ξεθωριάζει, λευκό απέριττο θα γίνει, απαύγασμα φωτός Σου.
Ημέρα Ένατη
Εμβόλιμα τα διαλείμματα της απουσίας δυναμώνουν την επιθυμία και την ένταση. Πριν την εκπνοή της νύχτας το σκοτάδι είναι πιο βαθύ. Ψάχνω να βρω τις αχτίδες που απορρέουν από τα δάκτυλά σου, από την δύναμη της αφής σου. Σε ψάχνω.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Χρυσά τάματα μια μια οι μέρες λικνίζονται ανεπαίσθητα και ηχούν καθώς αναμεταξύ τους ελαφρά συγκρούονται, μικρά αναρτημένα αφιερώματα στην εικόνα της παρουσίας σου.
Όταν εσύ έρχεσαι, γιορτάζει το φως.
Χλόη Κουτσουμπέλη - Πηνελόπη ΙΙΙ
Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουν μπύρες
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουν μπύρες
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».
Γιώργος Μπαρτσώκας - Άτιτλο
Συνάντησα ένα τείχος.Ζωγράφισα
τα δάκριά του.
Έκανες να βγάλεις από τη τσέπη το μαντήλι σου
μα ήταν θάλασσες - μ ένα μαντήλι πόσα μπορείς να σκουπίσεις;
Είπες τη ζωή πουτάνα
Είπες την αγάπη εκδίκηση
Και γω ο αδαής,στεκόμουν ακριβώς μπροστά από σένα κι απ αυτό το νοσηρό δημιούργημά μου
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Αν έπρεπε να σταματήσω πιο πριν
Αν έπρεπε να συνεχίσω να ζωγραφίζω
Ωκεανούς δάκρυα
στο τοίχος των δακρύων
η να το τρυπήσω σα κόλλα χαρτί
με το μεσαίο μου δάχτυλο
να περάσει στην απέναντι μεριά
τουλάχιστο η ματιά σου.
Μετάνιωσα
-"Κράτα το μαντήλι"-
Που κουράστηκα τόσο για χίλιες θάλασσες δάκρυα
μετάνιωσα
-"Άσε το μαντήλι"-
ελεύθερο θα ανεμίσει πέφτοντας στο χώμα.
Και συ που είσαι καλή στους ήχους και στα αινίγματα
σσστ...
άκου το μικρό ανεπαίσθητο φτερούγισμά του
παρακολούθα το με τα χρόνια
δε θα φτάσει ποτέ στο χώμα
η πτώση του μοιάζει να έχει ακριβώς την ίδια μοίρα μ αυτό εδώ το ποίημα
Δε θα τελειώσει ποτέ...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)