20 Σεπ 2011

inside job - οι αιτίες της κρίσης

Φτηνές απομιμήσεις


'Είπαμε πως τους απαγάγουν και βάζουν σωσίες στην θέση τους, όχι ότι αλλάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Εκτός αυτού τόσες μα τόσες ξαφνικές μεταστροφές θα έπρεπε να μας έχουν προϊδεάσει.’ Αυτά είπε ο Γιάννης στον φίλο του Αλέξανδρο, χωρίς καμιά ελπίδα στο βάθος να ακουστεί. Ήξερε απ’ τον ίδιο τον εαυτό του πως αντιδρά κανείς σ’ αυτές τις καταστάσεις. Αν αυτός τόλμησε, ο πρώην θαμώνας ψυχιατρικών ιδρυμάτων, να θεωρήσει τρελό αυτόν που του τα είπε τότε η ευγενική συγκατάβαση των άλλων απέναντί του ήταν ήδη πάρα πολύ.
‘Οι άνθρωποι αλλάζουν έτσι ή αλλιώς’ απάντησε ο Αλέξανδρος στερεότυπα.
‘Εντάξει, πάμε για ούζα.’ απόκαμε ο άλλος. Γιατί έπρεπε να πάνε για ούζο, γιατί έπρεπε να κάνουν ότι κάνουν όλοι οι άνθρωποι σα να μη συμβαίνει τίποτε. Εξάλλου ακόμη ερχόταν στ’ αυτιά του η κουβέντα του φίλου του Σταμάτη. ‘Έτσι η αλλιώς ρε Γιάννη συμβαίνουν ήδη τόσα τα οποία είναι σε όλους γνωστά κι εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας σα να μην έτρεχε τίποτε. Δεν πεινάνε άνθρωποι, δεν πεθαίνουν σε πολέμους, δεν...., δεν.... δεν....;’ Κι όμως κάτι του ‘λεγε του Γιάννη ότι δεν ήταν το ίδιο, Αν τον πιστεύανε δηλαδή θα συνέχιζαν ατάραχοι τη ζωή τους; Είχε πάρει εμμέσως την απάντησή του γιατί όποτε και όποιος είχε φτάσει σε κείνο το σημείο να συλλογιστεί σοβαρά αυτήν την πιθανότητα είχε ταραχτεί αφάνταστα. Και τότε ήταν που ο Γιάννης συνειδητοποιούσε πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα. ‘Αν αυτό συμβαίνει πραγματικά τότε είναι φριχτό’ είχε πει η Ειρήνη. Και αυτό πράγματι ήταν. ‘Πως άντεχε ο ίδιος την φρίκη;’ αναλογίστηκε αμέσως, χωρίς να μπορέσει ν’ απαντήσει...
‘Θυμάσαι τότε που γυρίζατε βράδυ στο σπίτι κι ο αδερφός σου παρατήρησε ότι ο πατέρας σας δεν είχε ίσκιο όπως θα ‘πρεπε από το φως της φεγγαριού;’ Σα φλας ήρθε στο νου του Γιάννη η ανάμνηση. ‘Δεν έχουν ίσκιο. Είναι σα βρικόλακες, δεν πεθαίνουν με τον κανονικό τρόπο. Για να τους σκοτώσεις πρέπει να χρησιμοποιήσεις ασημένια σφαίρα ή να τους μπήξεις ένα παλούκι στην καρδιά η να τους αποκεφαλίσεις. Δεν είναι κανονικά όντα, αλλά όπως έχεις δει στον κινηματογράφο. Επίσης τους σκοτώνει η κορτιζόνη, επειδή το σώμα τους είναι σα μια τεράστια φλεγμονή.’ Ο Γιάννης είχε πάψει από ώρα να ακούει. Αυτό πήγαινε πάρα πολύ! Κι έπειτα ‘λέγαν αυτόν τρελό!
Αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια. Ο άνθρωπος που του είχε διηγηθεί όλα αυτά ήταν κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον τελείως φυσιολογικός . Είχε οικογένεια, δουλειά, έβλεπε τηλεόραση... Τον είχε κατατάξει τότε στους ‘ουφολόγους’, αυτούς με της λογιών λογιών παράξενες δοξασίες. Το μέλλον έπαιξε μαζί του όμως τραγικά , τραγικότατα ένα δικό του παιγνίδι.

Έμελε να βρεθεί ενώπιον του πραγματικού του πατέρα για να συνειδητοποιήσει την διαφορά. Έμελε να καταλάβει... Εκείνο το βράδυ από το ύφος του πραγματικού του πατέρα ξενίστηκε μιας κι είχε συνηθίσει στα καμώματα του άλλου. Πολλές φορές μέχρι τώρα είχε παραξενευτεί από κραυγαλέες διαφορές στην συμπεριφορά του πατέρα του που πίστευε ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο. Τη μια ήταν θυμώδης και μίζερος και την άλλη πράος και γεμάτος κατανόηση. Αυτό το βράδυ καθώς στεκόταν αντίκρυ του του είπε ‘Σ’ αγαπάω περισσότερο απ’ τον εαυτό μου.’ Ο Γιάννης ετοιμαζόταν να τον ειρωνευτεί μέχρι που τα μάτια τους συναντήθηκαν και προς μεγάλη του έκπληξη είδε μες τα δικά του ειλικρινή και άδολη αγάπη. Τότε έμοιασε σαν κάτι να τον χτύπησε κατακούτελα. Θυμήθηκε εκείνους τους παράξενους ισχυρισμούς του Κώστα για τους σωσίες κι άρχισε εντατικά να παρατηρεί τον άνθρωπο που βρισκόταν κοντά του. Είδε ακόμη και σωματικές διαφορές από τον άλλο. Το κεφάλι του σωσία ήταν μικρότερο ας πούμε. Το γεγονός τον βρήκε τόσο απροετοίμαστο που τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Απέρριψε την ιδέα να του πει τι συμβαίνει. Σκέφτηκε ότι τώρα έπρεπε να τον προστατεύσει. Του πρότεινε να κοιμηθεί στο δωμάτιό του. ‘Καλύτερα όχι’ του είπε αυτός. Ο Γιάννης αποφάσισε να μην τον αφήσει από τα μάτια του . Πήγαν στην κουζίνα του σπιτιού αλλά η νύστα είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Ζήτησε από τον πατέρα του να μείνει μαζί του. Έκατσε εκείνος στο τραπέζι με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του κι ο Γιάννης ξάπλωσε στον καναπέ, μόνο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την αγωνία. Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Καθώς έβγαινε άκουσε μια πνιχτή φωνή από την κουζίνα: ‘Γιάννηηη...’. Βημάτισε γρήγορα. Τον βρήκε στην ίδια στάση ,με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια. ‘Τι έγινε;’ τον ρώτησε. ‘Τίποτε, κάτσε κοιμήσου.’ Και τότε κατάλαβε ότι είχε μπροστά του τον σωσία. ‘Πώς διάβολο...; αναρωτήθηκε έντρομος. ‘ Όχι Θεέ μου!’
Έψαξε στα δωμάτια του σπιτιού. ‘Πότε πρόλαβαν;’

Ήταν τότε που άρχισε να τα σκέφτεται όλα εξαρχής. Άρχισε να παρατηρεί. Θυμήθηκε όλα όσα ο Κώστας του είχε αποκαλύψει στις διαδοχικές συναντήσεις τους. Τον πραγματικό του πατέρα δεν τον ξαναφέρανε πια. Ο Γιάννης κόντευε να τρελαθεί. Δυο θείοι του ήταν επίσης αλλαγμένοι. Με κόπο αναθυμήθηκε τα πραγματικά πρόσωπα. Έκανε αναδρομές στο παρελθόν για να μπορέσει να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη. Ποιός ήταν ποιός. Πότε έγιναν οι αλλαγές. Για τον θείο του Γιώργο ο Κώστας του είχε πει ότι τον άλλαξαν τότε που υποτίθεται ότι έκοψε το ποτό. Θυμήθηκε την θριαμβική αναγγελία του σωσία: ‘Δεν το ξαναβάζω το ρημάδι στο στόμα μου. Τέρμα.’ Θυμήθηκε την αλλαγή στην προσωπικότητα του που όμως δεν την πρόσεξε κανείς. Οι σωσίες τώρα που μπορούσε να το δει πιο καθαρά είχαν όλοι ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν μίζεροι, γεμάτοι πάθη, ακάθαρτοι. Η φαινομενική τους ευγένεια δε μπορούσε να συγκαλύψει για πολύ το κακότροπο του χαρακτήρα τους. Και το αίσθημα που σου δημιουργούσαν ήταν ανάλογο. Η προκατάληψη όμως αποδεικνυόταν ισχυρότερη. Καθώς όλοι νόμιζαν ότι είχαν να κάνουν με τους δικούς τους ήταν επιεικείς και συγχωρητικοί απέναντί τους, για την ακρίβεια τυφλοί εντελώς. Και οποιαδήποτε αλλαγή και αν παρατηρούσαν την απόδιδαν στο όψιμο της ηλικίας τους. Το απίθανο του πράγματος (κάτι που δεν περνούσε από κανενός το μυαλό) και η ανομολόγητη επιταγή της καθημερινής συνέπειας έκανε το έργο τους τραγικά εύκολο.
Στη συνέχεια διεύρυνε τις παρατηρήσεις του και στον υπόλοιπο περίγυρο. Λίγο λίγο άρχισε να τους ξεχωρίζει. Άρχισε να ‘βλέπει’. Κάτι οι κινήσεις τους που είχαν κάτι σπασμωδικό, κάτι τα μάτια τους που ώρες ώρες έμοιαζαν να πυρπολούνται απ’ τις φλόγες του άδη, κάτι το αίσθημα που προκαλούσαν... Δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει τι έβλεπε. Άγγιζε τα όρια του μεταφυσικού. Μα με τον καιρό η ευκρίνεια και η εγκυρότητα στις παρατηρήσεις του μεγάλωσε. Έφτανε να κυκλοφορήσει στο δρόμο για να καταλάβει ποιοι ήταν ανάμεσα στο πλήθος. Στην αρχή βέβαια χρησιμοποιούσε κάποια αποκαλυπτικά σημάδια. Για παράδειγμα του είχε πει ο Κώστας ότι τα μάτια τους κάποιες στιγμές γινόταν σαν της γάτας. Και πράγματι κάποτε τα έβλεπε να στρογγυλεύουν εντελώς αναδίδοντας ένα σκληρό και μυστήριο σαγηνευτικό φως. Επίσης χρησιμοποιούσαν αναμεταξύ τους για να επικοινωνούν μια γλώσσα με σφυρίγματα. Επρόκειτο για κανονική γλώσσα σαν αυτή των κωφαλάλων. Και επίσης κάποια σήματα, κάποιες χειρονομίες με τα δάχτυλα των χεριών. ‘Έχουν εκπαιδευθεί στις ειδικές δυνάμεις του στρατού’ του είχε πει. ‘Κι όλα αυτά άρχισαν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τους ναζί.’ ‘Όταν ήταν νεογέννητα τα βασάνισαν αμείλικτα ώστε διαστράφηκε τελείως η φύση τους και μπορούν τώρα και τους χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους’ θυμόταν αποσπάσματα απ’ τις συζητήσεις τους. Αποσπάσματα που τώρα έπρεπε να συρράψει και να συμπληρώσει ώστε να βγάλει κάποιο νόημα.

Καθόταν τώρα στο δωμάτιό του και συλλογιζόταν όλα τούτα. Είχε πια περάσει ο πρώτος καιρός που η αγωνία του ‘χτυπούσε κόκκινο’, που ένιωθε να παραλύει, να συντρίβεται κάτω από το βάρος των γεγονότων αυτών, βάρος που δυστυχώς κανείς δεν ήταν πρόθυμος να μοιραστεί μαζί του, γιατί κανείς δεν τον πίστευε ή δεν ήθελε να τον πιστέψει... Η αδυναμία του να κάνει οτιδήποτε τον έκανε να αισθάνεται σαν παγιδευμένο ζώο. Και ώρες ώρες αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να γίνει κάτι. Αυτά τα πλάσματα που είχαν εισβάλλει στη ζωή τους απ’ το πουθενά κι είχαν πάρει την θέση των αγαπημένων τους ανθρώπων είχαν γίνει πλέον τελείως αποδεκτά, είχαν ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής οικογενειακής ζωής είχαν γίνει αποδέκτες αγάπης. Πως θα μπορούσε να το εξηγήσει αυτό κάποιος στους ανθρώπους δίχως να τρελαθούν τελείως; Ακόμη δηλαδή κι αν θα μπορούσε να το αποδείξει, ακόμη κι αν είχε την δύναμη να τους εξουδετερώσει... Έμοιαζε με άλυτο κόμπο. Ένιωθε να τον ξεπερνούν όλα αυτά αλλά ένιωθε και μεγάλη ευθύνη από τότε που συνειδητοποίησε την βασιμότητά τους. Τι θα ‘κανε από δω και πέρα; Θα ζούσε σαν να μην έτρεχε τίποτε; Και πως θα γινόταν αυτό μέσα σε τόσο αίμα;
Ξάφνου ηρέμησε. Η πίστη του ήταν η μόνη που μπορούσε να τον εφοδιάσει με όπλα τέτοιες δύσκολες στιγμές. Κείνη ακριβώς την στιγμή που ένιωθε να γαληνεύει μια μύγα ήρθε και κάθισε στο πρόσωπό του και τον ανάγκασε να κάνει μια απότομη κίνηση για να την διώξει. ‘Να πάρει!’ Θυμήθηκε πάλι: ‘ Αυτές οι μύγες που κάθονται πάνω σου την πιο ακατάλληλη ώρα είναι κατασκευές, ρομποτοειδείς μηχανισμοί.- Όμως όταν τις σκοτώνω βγάζουν αίμα.-Έχουν μια σταγόνα αίμα εγκυστωμένη, το άλλο είναι μηχανισμός.’ Πράγματι θυμήθηκε ότι σκοτώνονταν πολύ δύσκολα, έπρεπε να τις χτυπήσεις πολλές φορές με τη μυγοσκοτώστρα... Θυμήθηκε το επιστημονικό άρθρο που είχε διαβάσει για τα τεχνητά πουλιά. Είχαν φτιαχτεί σε πειραματικό επίπεδο μηχανικά πουλιά που έμοιαζαν πολύ στα αληθινά. Ο Γιάννης ήξερε ότι οι ανακαλύψεις που γίνονται από ελεύθερους επιστήμονες έχουν γίνει κατά κανόνα πριν από πολλά χρόνια από τους επιστήμονες των μυστικών υπηρεσιών. Έτσι μπορούσε να συμπεράνει ότι τα νέα των επιστημονικών περιοδικών και εφημερίδων ήταν ήδη παλιά. Το μόνο που του ‘ρχόταν στο μυαλό όταν συνδύαζε όσα ήξερε ήταν ότι αυτός ή αυτοί που σχεδίασαν όλα τούτα θα πρέπει να ναι άρρωστοι...
‘Θυμάσαι τότε που συναντηθήκατε με τον αδερφό σου και παρατήρησες ότι σου έμοιαζε αυτή τη φορά περίεργα; Κι αυτός με την σειρά του σου είπε ότι και συ έχεις αλλάξει; Σας είχαν ‘αλλάξει’ κεφάλια. Το δικό σου το έβαλαν στον αδερφό σου και σένα σου ‘δωσαν ενός πεθαμένου συμμαθητή σου, του Βαγγέλη, θυμάσαι;’ Αυτό θα σήμαινε ότι εδώ και χρόνια είναι γνωστός ο τρόπος των μεταμοσχεύσεων εγκεφάλου. Σκεφτόταν το διαδικαστικό του πράγματος για να μη σαλτάρει...
Αλλά που ήξερε αυτός τόσα πράγματα που είχαν λάβει χώρα μέσα στο σπίτι του; ‘΄Εχουν βάλει μικροκάμαρες σ’ όλο το σπίτι.’ Υπήρχε για όλα μια απάντηση, ...η χειρότερη...
Ήξερε και για τον βασανισμό του, όταν τον είχαν βάλει στο χέρι μέσα στο ψυχιατρείο... Τότε του είχαν αποσπάσει στοιχεία και προσωπικές λεπτομέρειες για όλους όσους γνώριζε, στο τέλος είχε προδώσει την ίδια του την πίστη... Όχι, δεν ήταν απαραίτητο, δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί έτσι. Αλλά εξαρχής τον είχε νικήσει ο φόβος. Επέμενε, ο φόβος κι όχι ο πόνος... Τότε ήταν που ‘άδειασε’ τελείως και κατάλαβε χειροπιαστά τι σήμαινε να ‘χάνεις’ την ψυχή σου.
Είχε απευθυνθεί σ’ όλους τους φίλους του, τους είχε εξηγήσει, αλλά τα αντιμετώπιζαν όλα αυτά ως κάτι παράξενο που του ΄χε κολλήσει στο μυαλό και ...δε πειράζει, άστον να λέει.
. Θυμόταν την δική του αντίδραση και δεν τους παρεξηγούσε. Ποιός θα τον πίστευε; Ακόμη και τότε που σκέφτηκε να πάει να τα πει στην ασφάλεια ήξερε ότι δε θα του έδιναν σημασία, μάλλον θα ‘μπλεκε. Κι όπως είπε κι ένας φίλος του: ‘Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο που λες αυτοί το ξέρουν’. ‘Μην συνεργαζόταν κιόλας μαζί τους’ αποτέλειωσε στην σκέψη του ο ίδιος. Είχε δυστυχώς πικρή πείρα του τι σημαίνει ‘ασφάλεια’. Πρωτίστως διώξεις όσων δραστηριοποιούνταν πολιτικά. Ο Άρης του πρότεινε να τα γράψει σαν ένα μυθιστόρημα. ‘Ποιός ξέρει; Δεν έχεις να χάσεις τίποτε. ’ Και τι θα γινόταν; Δίσταζε.

Οι σχέσεις του όλο αυτό το διάστημα με τον πατέρα του είχαν περάσει από χίλια δύο κύματα. Στην αρχή του το ‘λεγε κατάμουτρα, ‘δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου’, αλλά φυσικά στα μάτια όλων έμοιαζε τρελός. ‘Δεν παίρνεις τα φάρμακα σου Γιάννη’ του ‘λεγε αυτός. Άδικα δοκίμασε να πείσει. Είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται να τον σκοτώσει. Ίσως αν το κάνω με μια απλή ένεση κορτιζόνης να μπορέσω να τους πείσω, σκεφτόταν. Αλλά φοβόταν ότι θα βρίσκονταν χίλιοι τρόποι για να συγκαλυφθεί το θέμα και τίποτε δε θα ‘βγαινε προς τα έξω απ’ την αλήθεια. Οι περισσότεροι θα σκανδαλίζονταν κι ο ίδιος... Το απέρριψε.
Ο Κώστας του είχε μιλήσει για διάφορες μηχανορραφίες που γινόταν πίσω απ’ την πλάτη του. Κι ότι δολιοφθορούσαν απέναντι των ανθρώπων. Το ‘καναν με την χρήση προηγμένης τεχνολογίας όπως η νανοτεχνολογία. Ο Γιάννης όμως δεν είχε πρακτικό νου. Έτσι το μόνο που του συνέβη ήταν να γίνει σε όλα καχύποπτος. Οι σχέσεις με τους δικούς του διαταράχθηκαν. Καθώς πέρασε όμως ο καιρός και δεν είχε κάποιο χειροπιαστό στοιχείο εναντίον του άρχισε να σκέφτεται μην κάνει κάποιο λάθος. Είχε φτάσει να πιστεύει ότι όλη η στάση του ήταν μια απέραντη υποκρισία αλλά έπειτα άρχισε να το αμφισβητεί. Όχι ότι δεν ήξερε με τι άνθρωπο είχε να κάνει αλλά αφενός δε υπήρχε προφανής δόλος σε κάποιες ενέργειές του αφετέρου άρχισε να σκέφτεται μήπως κι αυτοί είναι θύματα της όλης κατάστασης. Έτσι άλλαξε βαθμιαία η συμπεριφορά του, δε θα μπορούσε άλλωστε στην κοινή ζωή που ζούσαν να γίνει διαφορετικά. Άρχισε πάλι να τον αποκαλεί ‘μπαμπά’.

Ο Γιάννης κοίταξε τον ουρανό. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Ακόμη όμως δε μπορούσε να συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια το νέο χρώμα του ουράνιου θόλου. Ένα μπασταρδεμένο γαλάζιο αντί για το βαθυγάλαζο των παιδικών του χρόνων. Έμοιαζε τελείως τεχνητό κι ο ίδιος το ‘χε αποδώσει στις κλιματικές αλλαγές . Μέχρι που ο Κώστας ισχυρίστηκε ότι όντως ήταν τεχνητό κι ότι επρόκειτο για ένα θόλο με τον οποίο είχαν περικλείσει τη γη. ‘Λένε πως θα φτιάξουν κάτι τέτοιο για το όζον’ του είπε ο Γιάννης. ‘Οι ειδήσεις είναι παλιές. Αυτά που λένε ότι σχεδιάζουν να κάνουν τα έχουν κάνει κιόλας. Και η αποικία στον Άρη έχει γίνει’. ‘Μα..’ ‘Έχουν φτιάξει πανομοιότυπες πόλεις μ’ αυτές στην γη.’ ‘Έχουν φαίνεται μια έφεση στα ομοιώματα.’ έκανε ο Γιάννης μια απόπειρα να αστειευθεί. ‘Που νομίζεις ότι πάνε όλοι αυτοί οι τεράστιοι προϋπολογισμοί για τις στρατιωτικές δαπάνες;’ Ο Γιάννης θυμήθηκε το πρόγραμμα του ‘Πολέμου των άστρων’ των Η.Π.Α επί Σοβιετικής Ένωσης ακόμη. Δεν ξανάγινε κουβέντα. ‘Και η Σοβιετική ένωση έτσι έπεσε. Ο Γκορμπατσώφ ήταν σωσίας του πραγματικού.’ Αυτό το τελευταίο όταν ο Γιάννης είχε αποχτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει τους σωσίες μπόρεσε να το διαπιστώσει και ο ίδιος. Έτυχε να δει ένα ντοκυμαντέρ από τον πρώτη περίοδο του Γκορμπατσώφ στην εξουσία και κατάλαβε αμέσως την διαφορά. Έτσι εξηγείται που κατέληξε να διαφημίζει πίτσες, σκέφτηκε.
Το χειρότερο μ’ όλα αυτά ήταν ότι θα ήταν αξιόλογο υλικό για ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας αλλά τώρα ήταν ένας πρωτοφανής εφιάλτης, οικουμενικών διαστάσεων.
Όταν τόλμησε να τα εκμυστηρευτεί στον ψυχίατρό του αυτός ήρεμα του είπε: ‘Ξέρεις την εξήγηση έτσι δεν είναι;’ ‘Εννοείς φυσικά ότι χωρίζω ην καλή από την κακή πλευρά των ανθρώπων σα να πρόκειται για δύο οντότητες.’ ‘Ναι, Γιάννη έρχονται εδώ πάρα πολλοί μ’ αυτό το σύμπτωμα. Πως να σε πιστέψω;’ ‘Φαίνεται ότι πρόκειται για κάποιους που κατάλαβαν την αλήθεια. Κι εσύ τους δίνεις φάρμακα! Κάνε μου μια χάρη. Κοίταξε πότε πρωτοεμφανίστηκε αυτό το σύμπτωμα. Πάω στοίχημα ότι είναι φρούτο των τελευταίων 70 χρόνων.’ ‘Θα το κοιτάξω. Αλλά όσα υποστηρίζεις δεν χωράνε στην εικόνα που έχω εγώ για τον κόσμο.’ ‘΄Αλλάξέ τη τότε!’ ‘Ήξερε πως δεν είχε νόημα η κουβέντα. Αν οι άλλοι τον έβγαζαν τρελό τότε σκέψου τη θέση το ψυχιάτρου!

Αποφάσισε να προχωρήσει σ’ ένα πιο πρακτικό βήμα. Ο Κώστας του είχε πει ότι οι σωσίες δεν αντέχουν τους υπέρηχους (και γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούν κουνέλια σαν ανιχνευτές που έχουν την ίδια ευαισθησία). Αγόρασε μια απ’ αυτές τις συσκευές που χρησιμοποιούν για να διώχνουν τα ποντίκια (εξάλλου την χρειαζόταν).
Αυτή λειτουργούσε με δύο τρόπους: Είχε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και ένα πομπό υπέρηχων σε συχνότητες που επηρέαζαν το νευρικό σύστημα των ποντικών. Το έβαλε σε λειτουργία κάποια στιγμή που ο πατέρας του ήταν σπίτι. Πετάχτηκε έξω με μια γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπό του κι έπειτα άρον άρον έφυγε. ‘Να η απόδειξη‘, σκέφτηκε παρ’ όλο που ο ίδιος δεν την χρειαζόταν.

Κάτι άλλο που του είχε πει ο Κώστας ήταν ότι δεν μπορούσαν να φτιάξουν θηλιά με σχοινί, ‘γιατί με θηλιά κρεμάστηκε ο Ιούδας’. Αυτή η παραπομπή στο μεταφυσικό τον προβλημάτιζε έντονα. Υπήρχε πράγματι κάτι δαιμονικό σ’ αυτά τα πλάσματα, από την άποψη της ενέργειας. Όλη αυτή η υπόθεση μύριζε έντονα εσχατολογία. Χώρια όλα τ’ άλλα που ήδη συζητούσαν... Τί θέλουν να πετύχουν αλήθεια οι πρωτεργάτες αυτού του εγχειρήματος; Απ’ ότι φαίνεται δεν τους ικανοποιούσε απλά η παγκόσμια κυριαρχία αλλά η κυριαρχία πάνω στις ψυχές. Αν μάλιστα έκρινε από την δική του περίπτωση αυτό που περίμενε τους αιχμαλώτους αυτών των θηρίων ήταν κατά πάσα πιθανότητα άγριοι βασανισμοί, μέχρι να ενδώσουν (αν ενέδιδαν). Επρόκειτο για έναν υπόγειο διωγμό. Παράλληλα κατάφερναν να ψαλιδίσουν τις σχέσεις των ανθρώπων μιας και αυτό που είχαν να προσφέρουν σε συναισθηματικό επίπεδο οι σωσίες ήταν μια συνεχή απογοήτευση. Αδυνατούσε να προχωρήσει πιο πέρα. Υπήρχε πιο πέρα; Η τεχνολογία είχε φτάσει σε απίστευτα επίπεδα και στα χέρια αυτών των ανθρώπινων τεράτων...

‘Ωραία κι έτσι να ‘ναι τι στενοχωριέσαι; Μπορεί ο πατέρας σου αυτή την στιγμή να ‘ναι ένας μεγάλος άγιος, μάρτυρας της πίστης του Χριστού.’ ‘Ναι έτσι είναι’, παραδέχτηκε. Η Ειρήνη συνέχισε. ‘Αυτοί σχεδιάζουν και πιστεύουν ότι κρέμασαν όλο τον κόσμο στα παπάρια τους αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Θεός κρατάει το σύμπαν στη χούφτα του.’ Κι ο Γιάννης δεν είχε τί άλλο να πει.
Τελείως ανθρώπινα (το ‘λεγε στον εαυτό του) λυπόταν. Θα ‘θελε αν μπορούσε κάτι να κάνει. ‘Γράψε τα σα μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας’ του ξανάπε ο Άρης. Να σου πω και τον τίτλο: Φτηνές απομιμήσεις!’ . Ο Γιάννης γέλασε. Ήξερε πως η γραψαρχιδιά του Άρη ήταν σημαντική υπόθεση κι ήθελε να τον μιμηθεί. ‘Εντάξει’, είπε ‘θα το κάνω’ κι άλλαξε κουβέντα.

Liza Dionisiadou - Σημείωμα στο μάθημα Ιστορίας


Στον αιώνα μου,

σημειώθηκαν αλλαγές στον άξονα του κόσμου.

η μετατόπιση της γης

προς τη μεριά της κόλασης,

άλλαξε την τιμή της απόστασης

μεταξύ ουρανού και γης.

Τον θάνατο τότε τον ξόρκιζαν

με μικρούς,  μαλακούς,
θανάτους
      καθημερινούς !
 περίεργα αντικείμενα,
 στοιβαγμένα σε δωμάτια,
 εμπόδιζαν το πέρασμα του ονείρου !

υπερβολική προσπάθεια αφαίρεσης,
  οδηγούσε τους ενοίκους,
 σε θαλάμους  λευκούς,
  με νούμερα.
 Μερικούς  αιώνες πριν,
 είχαν ανθίσει :
 ο πολιτισμός, η δύναμη, οι τέχνες !

στην δική μου εποχή,
 τα ευρήματα,
 αλλοιωμένα από χημεία ευτυχίας
 δυσκόλευαν την εκτίμηση των αρχαιολόγων .
 Το κεφάλαιο της ιστορίας,
 σημειωμένο με σταυρουδάκι από μαθητή του μέλλοντος
 ήταν σύντομο …

Γιώτης Κιουρτσόγλου - Naive

Angela Georgota - ανθρώπινη φύση



Εγώ είμαι μικρή.

Δεν έχω δάχτυλα να υφαίνουν ώρες αγρύπνιας

Τα χέρια μου τη μοναξιά δεν την κεντούν σε αραχνοϋφαντο στολίδι

Το στήθος μου ζεστό ποτάμι από πυρ.

Εγώ είμαι λίγη.

Δεν φτάνει το τραγούδι μου να ξεμυαλίσει ναυαγούς

Και το κορμί μου δεν αρκεί να σε κρατήσει εννέα χρόνια στονησί .

Δεν έχω εγώ τη φήμη της Ελένης,την κόμη την ξανθή,τα θέλγητράτης

Που έστειλαν πρόωρα στον Άδη τόσα φιλντισένια ανδρικά κορμιά.

Εγώ είμαι ανθρώπινη.

Δεν έχω τίποτε το θεϊκό ,ούτε χαρίσματα,ούτε φίλτρα μαγικά,

Ούτε χαμόγελο ολόφωτο ,ούτε σημάδια απόκρυφα να εξερευνήσεις.

Εγώ είμαι φτιαγμένη από πηλό.

Η σάρκα μου ,τα οστά μου, το αίμα μου

Ανθρώπου θνητού καμωμένα,χωρίς έστω την ψευδαίσθηση του ξεχωριστού.

Δεν λάξευσε εμένα το κορμί μου γλύπτης,ούτε θεός δεν φύσηξε αεράκι την ώρα που γεννιόμουν.

Οι Μοίρες ξεχάσαν να με προικίσουν και αδέσποτη στάθηκα στης τύχης τα τερτίπια.

Δεν με λαχτάρησε κανένας Κένταυρος εμένα ούτε και ο Δίας μετεμορφώθη σε χρυσή βροχή να με πλαγιάσει.

Εγώ λοιπόν είμαι αυτή.

Και ξέρω.δεν σου είμαι αρκετή.

Τούλα Μπαρνασά - Να περιμένεις


Nα περιμένεις ... κι ότι παλιώνει
μ΄αλαφροίσκιωτο στα ξεχασμένα
κρέμεται ,
σαν το μαχαίρι το παλιό που η ώρα του
θα φθάσει για το φόνο,
να περιμένεις ...και θα ξαναρθώ.

Από όρυγμα δαιμονικό
στα φάσματα θα αναλυθώ.
Σαν Πηνελόπη ή Kίρκη,
με άλλα μάτια ,νέα δέρματα ,
θα σ΄ανακράζω στα ναυάγια,
ώσπου τα βουλιαγμένα προσωπεία σου
σ΄ άλλο χωρόχρονο ν' αναδυθούν.

Ετσι σα φάντασμα π΄απόκοτο
ξυπνά, ξανακοιμάται και φωνάζει ,
το έχε γειά, το καλωσόρισες,
θα αναστηθείς σε μαύρο έρωτα.
Σε αυτόν που όσοι γνωρίζουν
τις πληγές τους ανεμίζουν,
τα φοβερά τους πρόσωπα μνήμες
ανατρεμίζουν κι αποσκοπούν
τον ίδιο τον παλιό τους θάνατο .

Πάει καιρός που λησμονιέσαι,
μα έπειτα ξαφνικά στην αγκαλιά
ενός άλλου,
μες στα ανοιχτά μου γόνατα
σαλεύεις και ξαναθυμιέσαι!
Φευγαλέα ματόκλαδα, ρούχο λευκό,
άγγελος τιμωρός να με χαράζεις
με... μια νυχιά κατάστηθα!

Πως να εκφοβίσω το πουλί
που κάθε μέρα ξεφλουδίζοντας
τις λέξεις, μου λιώνει ένα ένα
τα δάχτυλα ?
Οργανο η γλώσσα μιας μανίας
που συλλαβίζεται στις απολήξεις.
Γλυκά γλυκά... κι ως να τρελαίνομαι
στον ύπνο μου,
στα ωραία μαρτύρια των νέων ερώτων
φέγγε μου ίσα μεχρι το θάνατο!

Kι όπως γυναίκα που διανύοντας
τις χιλιετηρίδες,
στα πρίσματα της ποίησης
παραθλασμένη ,χιλιομορφική ,
με ένα πολλαπλασιασμένο
στον καθρέφτη πρόσωπο,
θα καθαρίζω το άιμα και πάχνη
από κάθε σου κόκκαλο

Νεόφυτος Δάνος - 59


Ανέκαθεν τα όρη,
με παδιαριώδη βεβαιότητα,
επιδεικνύουν
ακατάλυτα στήθη
ενός δήθεν «πάντα»
υπό τύπον θριάμβου…
Των σπλάχνων οι πηγές,
οι αστείρευτες,
με φλύαρη "δόξα",
ανεξάντλητα  «λαξεύουν»
την αδάμαστη πέτρα….
Τα δένδρα,με «νού» υποτυπώδη
και σκληρή σάρκα,
υποδεικνύουν  το «πολύ»
του τόπου και του χρόνου…
Και η άνοιξη,από κοντά κι αυτή,
πυρπολεί το γίγνεσθαι
με ζωή ξελογιάστρα,
την άλλη όψη του θανάτου…

Ομως,οι θάλασσες…
Αχ οι θάλασσες….
Σε υγρές φυλακές,απλησίαστες,
θρυμματίζουν τη ρίζα και τον καρπό,
το αίτιο και το αιτιατό
του κόσμου τούτου...
Μήτρα και χωνευτήρι…
Και πλέον αντίστροφος τοκετός…
Κι επιστροφή,
όπου πνεύμα Θεού δεν επεφέρθη
επί των υδάτων
και δεν διεχώρισε το φώς
από τους σκότους…

Οι θάλασσες…
Αχ,οι θάλασσες…….

(Νεόφυτος,07-07-11)

Θοδωρής Αργυρόπουλος - Άσκηση σουρεαλιστικού λυρισμού


Τα γλυκά της τα χέρια απ’ αφρό και από γιούσουρι
Από σμάλτο και φίλντισι τα γυμνά της τα πόδια
Από γήλιο κι απ΄ άχυρο το ξανθό στα μαλλιά της
Πίδακες άσπιλους υψώνει το γέλιο της
Της δροσιάς το στιλπνό και το διάφανο

Τα μάτια της δυό πράσινοι κάμποι την Άνοιξη
Μέσα τους χαρούμενες μέλισσες βομβούν και μαζεύουν τη γύρη
Πεταλούδες ανάλαφρες πεταρίζουν ανάλαφρα σαν κορίτσια
Και μ’ αστέρια και νάρκισσους το ολόφωτο πλέκουνε
Που της πρέπει στεφάνι

Παπαρούνες σεμνές σκύβουνε ντροπαλά το κεφάλι

Χελιδόνια μικρά τιτβίζουν στα στήθη της
Και δειλά πιπιλίζουν των βυζιών της τις ρώγες.

Ένα πέλαγο ξάγναντο η ματιά της στο μέλλον
Τρυφερή σαν τραγούδι
M’ ένα καράβι στ’ ανοιχτά που πλέχει
Κι είν’ μαζεμένα τα πανιά του σε περίσκεψη
Κι είν΄συναγμένοι οι ναυτικοί του στην κουβέρτα

Αθήνα , Φθινόπωρo 1977

Χαριτίνη Ξύδη - Στους βράχους


Ξεκίναγε μια ανηφόρα από την ακροθαλασσιά
Ήταν γι’ακροβασίες σε θρύψαλα από βράχους
Ήταν για να σκοτωθείς άγρια
Όταν την κατέβαινες σε κύλαγε σ’ένα στόμα
Που έλιωναν μέσα του τρικυμισμένα ρεμπέτικα
Μερικά απ’αυτά σαν κομμάτια σοκολάτας
Μαλάκωναν τις κλειδώσεις
Κι άλλα σαν ατσαλόσυρμα στα δόντια σ’έσωζαν
Πριν το χαμό σου
Αλλά έφτιαχναν κάτι πληγές από κείνες που ποτέ
Δεν κλείνουν και τις έχεις για πάντα στις χορδές
Στη γλώσσα στα χείλια
Κάθε που πας ν’αρθρώσεις μια συλλαβή από το τραγούδι
Να πονάς σαν να ξαναγεννιέσαι
Τα τριζόνια τα ψάρια τα πουλιά-ιεροφάντες
Που μεγαλώνουν στη νύχτα
Αποσιωπούσαν το ζύγιασμα
Ό,τι στάθηκε όρθιο μετά την αγάπη
Ήταν εκείνο που μας πήγε ένα μονοπάτι πιο πέρα
Μια ανεπαίσθητη χαραγή ανάμεσα σε μνημεία
Βόσπορους και Φρίκες
Όρθρος-πρωινή ελεημοσύνη σε ήρωες ποιημάτων
Που ποτέ δεν θα πάρουν τη θέση τους
Στην αληθινή ζωή
Μένεις μόνος-άφωνος- με γυρτούς ώμους
Βαρείς από προσμονή απελπισίας
Κοιτάς από μακριά το κρυφτό της αλήθειας
Λιώνοντας ένα ένα τα τραγούδια που σε λιώνουν
Ίσα ίσα που θυμάσαι
Την τελευταία λέξη που την κράταγες
Να την πεις να τη γράψεις ανεβαίνοντας όπως ο πυρετός
Μισή μισή ως το αίμα των δαχτύλων
Κι ήταν η λέξη θάλασσα και τα τραγούδια η ίδια
Αλλά δεν έχεις πια ούτε φωνή ούτε δάχτυλα
Χωνεύεις τη θάλασσα το αλάτι
Προχωράς αόριστα σ’ένα βάθος τραύματος
Και πας όπου σε πάει
Ελπίζοντας να σε σκοτώσει πρώτο

Ιωάννα Κικίδου - Μπορούν;


Μπορούν δυο άνθρωποι να γίνουν πανσέληνος;,με ρώτησες...

Μπορούν,να ενώσουν το έσχατο κομμάτι της άγνοιάς τους,
σε ολότητα του ''εμείς'';

Mπορούν,να κομματιάσουν τις ενοχές τους,
σε επιμέρους ασήμαντες λεπτομέρειες;

Mπορούν,να οδηγηθούν στην κάθαρση
μέσω του συναισθήματος;

Mπορούν;

Aδυνατώ,να απαντήσω τι μπορούν δυο άνθρωποι...
Aν μιλούσαμε για ψυχές...
ίσως να είχα μιαν απάντηση...

Ορφέας Ομπρένοβιτς - Ο καθρέπτης της κυρίας Ο



Όλοι μου λεν ότι εσύ μου δείχνεις την αλήθεια.  Και σιγά μην σας πιστέψω…
Ποια είναι η αλήθεια?
Ξένα τα μάτια των αλλωνών, ξένα και τα δικά σου

Πότε λοιπόν κατάφερες να δείξεις κάτι από μένα?
Μια σιωπή μου, έστω…
Ένα ράγισμα του Νου, μια όψη από τη θλίψη μου, ένα κουρέλι έρωτα…
Αν ήξερες το πόσο εύκολα σε ξεγελούσα…

Σου έκρυβα τους πόθους μου με μάσκες κέρινες. Τίποτα, ποτέ, δεν σε άφησα  να καταλάβεις.
Στο πένθος μου, σου έστελνα χαμόγελα, ενώ έχτιζα τη σάρκα μου κάτω από στρώσεις πρέπει.
Τη μέρα που σχίστηκα στα δυο, εσύ προβάριζες το μαύρο μου φουστάνι. Μια θεατρίνα έδειχνες.
Εγώ αιμορραγούσα στη σκηνή και εσύ εστίαζες στον Σκηνοθέτη.

Αν ήτανε παράσταση η ζωή μου, θα σου έλεγα πως –  Ναι!
Σε χρειαζόμουν
Ήσουν το αναγκαίο ψέμα μου, για να προστατευθώ απ τις βρισιές – ή τα χειροκροτήματα.
Θα με έβγαζες από τη δύσκολη θέση να αποδεχτώ, ότι πίσω από τον κάθε Υποβολέα, παραμονεύουν τα λόγια που δεν άρθρωσα ποτέ.
Οι όψεις μου, που δεν έγιναν λέξεις

Ανόητος που είσαι!
Μια ζωή καθρέπτιζες, αυτό που έβλεπαν οι άλλοι.

Απ τον καιρό που βυθιζόμουνα στα παραμύθια κι εσύ μας παρουσίαζες ένα μετρίως συνεσταλμένο κοριτσάκι
κι από τα πρώτα κρίματα του έρωτα, τις βέβηλες και ανομολόγητες φαντασιώσεις,
που εσύ ηλίθιε,
τις μόστραρες σαν ανεπαίσθητες κοκκινίλες σε αθώα μάγουλα
κι από τις άγριες μνήμες της προδοσίας, κι από όλα εκείνα τα ταξίδια σε χωμάτινα κορμιά,
από τις προσευχές και τους θρήνους, που στοίχειωσαν τις νύχτες μου,
εσύ δεν έβλεπες,
παρά μιαν ελαφρά σκιά γύρω απ τα μάτια…

Έτσι και τώρα,
δεν βλέπεις μπροστά σου ούτε τον άγγελο, ούτε τον δαίμονα, ούτε το όνειρο ούτε τον θάνατο
και προπαντός, ούτε εμένα…
Είσαι ανίκανος να ξεπεράσεις τα επαργυρωμένα σου όρια και να βγάλεις στο φως
το πρόσωπο που θα αντικρύσει η Αιωνιότητα
Περιορίζεσαι σε ότι φτάνει το μάτι τους, να δούνε οι άλλοι
Τις βαθιές δαγκωματιές του χρόνου στο κορμί μου, τις ρυτίδες, τις ζάρες και τις ερήμους,
τον πάτο μιας λίμνης που στέγνωσαν τα νερά της.

Καθρεπτίζεις μόνον τις επιφάνειες, τις ράχες των πραγμάτων, γιατί ο κόσμος σου είναι επίπεδος,
μια πλάκα γυαλί, που πάνω της κινούνται μοναχά οι προβολές –  οι περιλήψεις των όντων.
Ποιος και γιατί να σε πιστέψει, εσένα, γυάλινε σαλτιμπάγκο?
Σου λείπει το Θαύμα…

Δέσποινα Μακρή - ΙΘΑΚΗ


Την Ιθάκη απαστράπτουσα αντικρίσαμε, χαρήκαμε .
Του  ταξιδιού το πλοίο εγκαταλείψαμε με βιάση.
Δίχως τύψεις, το όνειρο ανυποψίαστοι  χάσαμε.
Αλίμονο!
¨Όλα γύρω μας, άλλαξαν ευθύς
μορφές, ρυθμούς  και χρώματα
κι  εμείς φυγομαχούμε ακόμα
πιασμένοι στα δίχτυα της απάτης.
Δεν είμαστε ίδιοι πια
Κι ο ήλιος της αλήθεια
Κρυμμένος πίσω απ’ τα βουνά
…………………………………………
.Τι κρίμα !Εσύ στην ομίχλη κι εγώ στην ερημιά

Βαγγέλης Φίλος - Για λίγο




Φύσηξε, τότε, μια σιωπή και τον πήρε. Κι ήταν η πρώτη φορά που εκείνη ταράχτηκε. Και σήκωσε το χέρι, ως να ’θελε να τον κρατήσει.


Μα, πάλι ξέροντας, ότι ήταν αυτό μια ματαιότητα, χαμήλωσε το βλέμμα. Κι άρχισε, πάλι, εκείνο το σφυρί να κτυπά. Πρώτα μακριά. Κι ύστερα μέσα της.


Όμως, καθώς είχε συνηθίσει την μονότονη βροχή στο θολό τζάμι, άχνα δεν έβγαλε. Πέρασε τα δάκτυλα, σαν χτένι, στα μαλλιά και συλλογίστηκε. Και καθώς οι δυο παλάμες της ενώθηκαν για να στηρίξουν τη στιγμή της, κρύφτηκε το δάκρυ.


Κανείς δε βρέθηκε, εκεί, να μαρτυρήσει. Πίσω απ’ τα φώτα μιας αλήθειας, πλανήθηκε για λίγο η ελπίδα.

Αθανασία Γιασουμή - Ένας άνθρωπος κόσμος


Είθισται να σου μιλώ αισιόδοξα: 
για την πέτρα, το κουπί και το ανθισμένο κυκλάμινο.
Να παιχνιδίζω με τα αίματα 
κι από τα τραύματα να σου μαθαίνω το φιλί και τον ήλιο.

Τη συνήθεια αυτή, τη φαντάζομαι
σαν ένα διθέσιο αμάξι μόνο για Εσένα και για Εμένα. 

Κλέβω πολλές φορές που λες μέσα απ’ τα χέρια σου 
εκείνο το τεράστιο τιμόνι του εαυτού μου
και το γυρνάω αδέξια, πέρα ως δώθε 
για να μάθω τον κίνδυνο όταν είμαι μακριά σου. 

Τυλίγω γάζες, φτιάχνω μια εσάρπα με πληγές
που όσο τη σφίγγω
τόσο μαθαίνω να πεθαίνω και να αρχίζω
να αναπολώ τις στιγμές που σου μιλούσα αισιόδοξα.

Κι έτσι θυμάμαι τον κόσμο που μαρμάρωσε οικτρά τους ήρωες του
έτσι θυμάμαι, να μυρίσω τη φθορά μέσα απ’ το ρούχο του χειμώνα
-αλήθεια χειμώνιασε κι έβγαλε δόντια τούτος ο ήλιος-
Τσακίζω την πέτρα του ύστερα 
κι απ’ τα ναυάγια των καιρών ό,τι απόμεινε 
ένα ορφανό κουπί 
στα χέρια του μαστιγωτή Ποσειδώνα

Ακούω τη θάλασσα να κλαίει μέσα απ’ το αλάτι της, 
ακούω τα ψάρια στους βυθούς να συζητούν μόνο για θάνατο
Κι αφού έχω θάψει με τα τιμαλφή μου στους βυθούς 
τα αγριοχαμόγελα, 
τα μνημονεύω με το πέταγμα του κομμένου κυκλάμινου.

Αντεστραμμένη και η ίδια 
σαν ένα είδωλο κυρτό του εαυτού μου
θυμάμαι να επιστρέψω στο ταξίδι μας.
Να σου μιλήσω για την κόκκινη μπογιά πάνω στον τοίχο
-πόσο ομορφαίνει τη ζωή μας μια λεξούλα-
κι αρχίζω πάλι να ισορροπώ μέσα στα χέρια σου,
στις δικλείδες ασφαλείας του κενού μου. 

Κι είμαι ένας άνθρωπος. 
Κι είμαι ένας κόσμος.

Katerina Kosma - Ο Δάσκαλος και οι ΛέΞεις


 -Δάσκαλε.
-Ναι παιδί μου.
-Δάσκαλε, πες μου γιά τις λέξεις.
-Πάλι παιδί μου?
-Πάλι Δάσκαλε, πάλι.
-Καλά παιδί μου, αύριο.
-Δάσκαλε.
-Ναι παιδί μου.
-Θα μου πεις σήμερα γιά τις λέξεις?
-Αύριο παιδί μου, αύριο, σήμερα είμαι κουρασμένος
 ή μήπως άρχισα ήδη να σου λέω..
-Δάσκαλε, ήρθε πάλι το αύριο.
 θα μου πεις γιά τις λέξεις επιτέλους? 
-Εγώ σου λέω, εσύ δεν ακούς.
 Υπομονή παιδί μου, υπομονή χρειάζονται οι λέξεις.
 Να τις περιμένεις υπομονετικά πρέπει,
 όποτε αποφασίσουν ότι είναι χρήσιμες θα'ρθουν.
 Να μην τις εκβιάζεις τις λέξεις.
 Να παίζεις μαζί τους αλλά να μην τις κυνηγάς.
 Ακόμα και αν τις πιάσεις, κουρασμένες θα'ναι
 και χιλιοειπωμένες και ξένες.
 Να βγαίνουν απ'την καρδιά και την ψυχή σου οι λέξεις,
 το μυαλό να επιβλέπει μόνο,
 γιατί τι να το κάνεις το Ωραίο όταν είναι Ψεύτικο?
 Και όταν ανταμώνετε, να σιωπάς και να ακούς,
 μόνο τότε θα σε πάρουν μαζί τους σε ταξίδια,
 που μπορεί ν'αρέσουν σε πολλούς, ή σε κανέναν ή μόνο σε έναν.
 Μα μη νοιάζεσαι γιατί θα'χεις γυρίσει από ταξίδι εσύ
 και αυτοί θα στολίζονται γιά να αρέσουν
 και αυτοί θα συναγωνίζονται για να δυσκολέψουν
 των λέξεων και των νοημάτων τη ζωή.
 Αλλά τι νόημα έχει πες μου,
 κάτι όμορφο να ακούγεται αλλά πιό μέσα να μη φτάνει?
 Εσύ να γράφεις γιά πιό μέσα και πάντα από μέσα σου.
 Ποτέ να μη γίνεις Ποιητής ή Συγγραφέας,
 πάντα ο καθρέφτης της ψυχής σου να'ναι οι Λέξεις,
 να τις μοιράζεσαι γενναιόδωρα
 και να μην περιμένεις δώρα,
 γιατί καλλίτερο δώρο από τις Λέξεις σου,
 προσεκτικά διπλωμένες σε ένα κομμάτι χαρτί,
 δεν υπάρχει...και αυτές θα υπάρχουν γιά πάντα, δικές σου.
-Δάσκαλε...
-Τις λέξεις και τα μάτια σου παιδί μου!    -Κκ-.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τέλος Σεπτέμβρη, όψιμες διακοπές σε μια παραλία κάπου στην Κατερίνη. Καιρός άστατος, κόσμος ελάχιστος. Ξεχωρίζει ένας κύριος επιβλητικός με ενδυμασία πλέον ακατάλληλη γιά παραλία. Τραβάει την προσοχή μου και σηκώνω τα μάτια από το βιβλίο μου, είμαι δεν είμαι 5-6 χρονών, βιβλιοφάγος από τα γεννοφάσκια μου,  ρίχνω κλεφτές ματιές στον κύριο που κοιτάζει με βλέμα απλανές τη θάλασσα γιά χρόνο που μοιάζει ατέλειωτος.  Ξαναπιάνω το βιβλίο, όταν τον νιώθω δίπλα μου να κλωτσάει βοτσαλάκια προς το μέρος μου. 'Ε, μικρή, δεν είσαι λίγο μικρή γιά να διαβάζεις αυτό το βιβλίο? -Όχι κύριε, δεν είμαι. -Άδεια ζήτησες? Από ποιόν? -Από μένα, δικό μου είναι, παιδί μου είναι...
Δε θα πω το όνομά του, ούτε το βιβλίο.
Του ορκίστηκα ότι δε θα αποκαλύψω το μυστικό του,
 πως ώρες ώρες αγαπάει τα βιβλία του και τα ποιήματά του περισσότερο από τους ανθρώπους,
γιατί πολύ τον πλήγωσαν.
Λίγο καιρό μετά έμαθα πως πέθανε.
Γιά τους άλλους που τον πλήγωσαν μπορεί,
γιά μένα όχι...

Vg Gv - ...Οδύνης αποδοχή...


Αφέθηκες στους πέντε ανέμους.....
ηθελημένα ή όχι.....
και σ' ευτελές άτι....
της πρώτης ευκαιρίας......
έφιππος καλπάζεις.....
Δεν συλλογίστηκες......
την κινδυνοφόρα του δάσους σιγαλιά.....
Έντρομος τώρα προσπαθείς.....
πορείες ν' ανακόψεις.....
Λίγο να ζήσεις πιό πολύ.....
στο διάβα του Θανάτου σου.......
Γέλα ν' ακούσεις ταραχές......
ήχων να νοιώσεις παφλασμούς......
Πως γέλασες τον Θάνατο να αισθανθείς.......
κι ύστερα αφέσου.....
στη λάμψη της λεπίδας του......
αιώνια να ζήσεις.......
Μη γελάς......
Ψυχή θέλει ο Θάνατος.....
να σε νεκραναστήσει....

Στέλλα Γεωργιάδου - Έξοδος


Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Χαλύβδινοι άνθρωποι, αδιάφορα βλέμματα
ζέστη πνιγηρή, όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια, χέρια υγρά
Ακινησία
Εκπομπές ρύπων, χτύπων
ανούσιων συζητήσεων

Οι βασανιστές των ανθρώπων
δε θα ‘ναι άνθρωποι
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
Θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
Η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο

Ναι, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Συνωστισμένες ψυχές σε αστικά λεωφορεία
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων

Από τα χρώματα και τα όνειρα
θα λείπει το πράσινο, το κυανό, η πορφύρα
κι όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
Μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
Ίσως, και κάποιες χαραμάδες φωτός
μακρινές σαν νοσταλγίες
ίσα για να θεριεύει
το άλγος της απώλειας

Κάπως έτσι -σκεφτότανε- θα 'ναι η κόλαση
Αναγκαστική επιβίωση κατά μόνας
με παιδιά που γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
Απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες, ανονείρευτες
και οι μέρες, αφόρητα εργοστάσια κανόνων
Κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο

Δεν τον ένοιαζε, στ’ αλήθεια, η κόλαση
μόνο πίνακες έφτιαχνε μ’ άραχνες σκέψεις
και τους κοίταζε, μειδιώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
Όσο ακόμα του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας                                
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.

Tas Sos - Στα ύποπτα στενά χώνεσαι


Στα ύποπτα στενά χώνεσαι
 στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές
της τέως διοικήσεως πρωτευούσης
σαν παράνομος αλλοδαπός
ένας αμήχανος ίσκιος
ένα κουρέλι στον νυχτερινό άνεμο
ένας κυνηγημένος παρεκκλίνων
μετά απ’ την ταφόπετρα
στην χαρούμενη οικογένεια
και τους χεσμένους φίλους

στα ύποπτα στενά χώνεσαι

στου ξεσκισμένου νόστου
τα θλιβερά υπολείμματα
ένας γαμημένος ίσκιος
στα ηλιοβασιλέματα
πίσω από ερείπια εργοστασίων
από άδεια καφάσια
και χρονίζοντα μπάζα

στα ύποπτα στενά

με τους φτωχοδιάβολους παρέα
το σβησμένο βλέμμα
τα βρώμικα δάκρυα στεγνωμένα
από μια παγωνιά ξέμπαρκη
στις άκρες ενός σερνόμενου κόσμου
σε μια κηλίδα ανεξέλεγκτη
στα ξερατά ηττημένων αγίων

χώνεσαι

Νανά Τ. - Οι αόρατοι


Μισή μέσα στο όνειρο κι η άλλη μισή στα ξέφτια του:
το πρωί με τράβηξε απ’ τα μαλλιά
η πραγματικότητα στις αγορές του κόσμου
- πώς αναδύθηκα μόνο με λίγες αμυχές
θαύμα είναι˙ μόνο τα άχρηστα
τα αχάριστα κι όλα τα χαρισμένα
σφηνώθηκαν στα λέπια μου σαν αχινοί
έχασα όμως
όλα μου τα υπάρχοντα για σήμερα
άφησα πίσω μου λέξεις-κοχύλια άπειρα
βουνό ερωτηματικά και αγκαλιές χταπόδια
κουρέλια υποσχέσεων και αναβολών
την άπι(α)στη ταχύτητα-μεγεθυντή των αποστάσεων
χυμένα αίματα που με το άγγιγμα
αμέσως γίνονταν αστέρια
και τον βυθό ασυμμάζευτο, έκθετο
στη θέα όσων δεν υποψιάζονται.
Τρέμω τι θ’ αντικρύσω αν με υποδεχθεί απόψε.

Όλη τη μέρα κολυμπούσα ασταμάτητα
ανάμεσα ακατανόητο και αμηχανία:
Δεν είμαι εδώ, τους έλεγα, δεν είμαι!
Δεν βλέπετε τον ομφάλιο λώρο μου και πού ανήκω;
Έκπληκτοι στην αρχή, μετά τους κατάπινε
η αδηφάγος τύρβη πάλι
συνέχιζαν τις ασχολίες τους
και σε λίγο δεν με έβλεπαν.

Ούτε τους είπα βέβαια
πως τρώμε φρέζιες για σαλάτα
για να ευωδιάζουν τα βήματά τους όνειρο
- έτσι κι αλλιώς, το έχουν ξεχασμένο
και μόνο το θυμούνται φευγαλέα
όταν αφηρημένοι μυρίζουν
κάποια λουλούδια
- επετείου ή Επιταφίου, αδιάφορο.

Ισιδώρα Καστριώτη - Αποτυπώματα εννέα ημερών



Ημέρα Πρώτη



Έρχεσαι ευδιάκριτα από απέναντι, αλλά δεν μου είναι ορατό αυτό που κομίζεις. Βλέπω το περίγραμμά σου καθαρά, βλέπω την σκίαση που επιφέρεις στον ορίζοντα καθώς επικαλύπτεις το κέντρο του. Αφουγκράζομαι τους ήχους, λέξεις άδηλες μα μεταφράσιμες.

Επιθυμείς ένταση. Προσυπογράφω, η έκρηξη με γοητεύει.

Επιθυμώ διάρκεια. Προσυπογράφει το έως τώρα υπάρχον παρελθόν. Ήδη πολύ, απρόσμενα.

Οι φόβοι κοπάζουν.







Ημέρα Δεύτερη



Πολλές οι μέρες εμπρός για να τις αντέξω εύκολα. Με επαναφέρουν στην απαισιοδοξία μόνον με τον αριθμό τους.

Πολύ το εμπρός. Πολύ και μαύρο, και δεν βλέπω ξέφωτο. Κοιτώντας το, θαρρώ πως εγώ φέρω το μαύρο κι όχι εσύ. Εγώ, που μέσα στο ανέλπιστα καλό τολμώ να ελπίζω στο καλύτερο.

Μαζί με τον έρωτα, μου γέννησες και την απληστία.









Ημέρα Τρίτη



Σκοτάδι εισβάλλει στο βασίλειό μου. Μουντός ο καιρός επελαύνει, βιαστικά ενδύει τα ήδη γκρίζα με ακόμα περισσότερο γκρι, με ακόμη περισσότερη απόγνωση. Φύονται σιωπές που δεν τις θέλω. Πρέπει να εγείρω έναν ήλιο σ’αντιστάθμισμα, αλλά έχω χάσει όλα μου τα χρώματα..

Στο μεταξύ, το μέλλον βρέχει δάκρυα.







Ημέρα Τέταρτη



Βάλλομαι. Αγκάθια παρεμβάλλονται για να ματώσω. Τα παρακάμπτω. Είσαι ο οδηγός μου, δεν σε χάνω. Ιχνηλατώ τα αποτυπώματά σου. Στην πραγματικότητα αρπάζομαι από αυτά.

Και οι μέρες κυλούν χλωμές.









Ημέρα Πέμπτη



Με γενναιότητα να τολμάς. Με παρρησία να προβάλλεις. Παρορμητικά να εφορμάς στην επόμενη στιγμή. Σαν να βουτάς στον στόχο. Να αρπάζεις τον στόχο.

Αυτά όλα που δεν θα γίνουν.

Κι εμείς.







Ημέρα Έκτη



Σκέπτομαι….πόσο πολύ, τόσο σύντομα, πόσο βαθιά…

Σκόνη γίνομαι χωρίς εσένα….σκόνη







Ημέρα Εβδόμη



Ένας φρέσκος ήλιος σαν πορτοκάλι σκαρφαλωμένο στον ουρανό. Η αναμονή φωτίζεται από αδιόρατη παρουσία. Εκούσια παρουσία στην ακούσια απουσία. Ελάχιστη, μα αρκετή να ανασάνεις. Αρετή μου, η υπομονή. Θα δεις.

Ζουμερό πορτοκάλι και η μνήμη, καθόλου αφυδατωμένο.

Τέσσερα, ο αριθμός μου. Τέσσερα χέρια μπλέκονται. Σε αγγίζω. Δικός μου.









Ημέρα Όγδοη



Ανοίγω το παράθυρο στο φως. Ήλιος καταλυτικός εισδύει εντός. Πλημμυρίζει τα πέριξ βάφοντάς τα με χρώματα χαράς. Σε περιμένω.

Δεν έχουν μείνει πολλές οι μέρες και το γκρίζο ξεθωριάζει, λευκό απέριττο θα γίνει, απαύγασμα φωτός Σου.









Ημέρα Ένατη



Εμβόλιμα τα διαλείμματα της απουσίας δυναμώνουν την επιθυμία και την ένταση. Πριν την εκπνοή της νύχτας το σκοτάδι είναι πιο βαθύ. Ψάχνω να βρω τις αχτίδες που απορρέουν από τα δάκτυλά σου, από την δύναμη της αφής σου. Σε ψάχνω.









ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Χρυσά τάματα μια μια οι μέρες λικνίζονται ανεπαίσθητα και ηχούν καθώς αναμεταξύ τους ελαφρά συγκρούονται, μικρά αναρτημένα αφιερώματα στην εικόνα της παρουσίας σου.



Όταν εσύ έρχεσαι, γιορτάζει το φως.

Χλόη Κουτσουμπέλη - Πηνελόπη ΙΙΙ

Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουν μπύρες
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».

Γιώργος Μπαρτσώκας - Άτιτλο



Συνάντησα ένα τείχος.Ζωγράφισα
τα δάκριά του.
Έκανες να βγάλεις από τη τσέπη το μαντήλι σου
μα ήταν θάλασσες - μ ένα μαντήλι πόσα μπορείς να σκουπίσεις;
Είπες τη ζωή πουτάνα
Είπες την αγάπη εκδίκηση
Και γω ο αδαής,στεκόμουν ακριβώς μπροστά από σένα κι απ αυτό το νοσηρό δημιούργημά μου
ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Αν έπρεπε να σταματήσω πιο πριν
Αν έπρεπε να συνεχίσω να ζωγραφίζω
Ωκεανούς δάκρυα
στο τοίχος των δακρύων
η να το τρυπήσω σα κόλλα χαρτί
με το μεσαίο μου δάχτυλο
να περάσει στην απέναντι μεριά
τουλάχιστο η ματιά σου.


Μετάνιωσα
-"Κράτα το μαντήλι"-
Που κουράστηκα τόσο για χίλιες θάλασσες δάκρυα
μετάνιωσα
-"Άσε το μαντήλι"-
ελεύθερο θα ανεμίσει πέφτοντας στο χώμα.


Και συ που είσαι καλή στους ήχους και στα αινίγματα
σσστ...
άκου το μικρό ανεπαίσθητο φτερούγισμά του
παρακολούθα το με τα χρόνια
δε θα φτάσει ποτέ στο χώμα
η πτώση του μοιάζει να έχει ακριβώς την ίδια μοίρα μ αυτό εδώ το ποίημα
Δε θα τελειώσει ποτέ...