20 Σεπ 2011

Στέλλα Γεωργιάδου - Έξοδος


Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Χαλύβδινοι άνθρωποι, αδιάφορα βλέμματα
ζέστη πνιγηρή, όχι απαραίτητα φωτιά
στεγνά μάτια, χέρια υγρά
Ακινησία
Εκπομπές ρύπων, χτύπων
ανούσιων συζητήσεων

Οι βασανιστές των ανθρώπων
δε θα ‘ναι άνθρωποι
παρά χαλασμένοι ανεμιστήρες
και βρώμικες παραλίες
Θα ‘ναι ο απέναντι ξεφλουδισμένος
αμετακίνητος γκρίζος τοίχος
Η άπνοια του απομεσήμερου
στην καυτή άσφαλτο

Ναι, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση
Συνωστισμένες ψυχές σε αστικά λεωφορεία
με κλειστά παράθυρα και αναθυμιάσεις νίτρου
με αλλοιωμένους τους ιδρωτοποιούς αδένες
χωρίς οδηγό χωρίς προορισμό
σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των πόλεων

Από τα χρώματα και τα όνειρα
θα λείπει το πράσινο, το κυανό, η πορφύρα
κι όλα τα μενεξεδιά του σούρουπου
Μόνο μουντά γκρίζα και χλωμά μπεζ
στις όψεις των σπιτιών και των ανθρώπων
Ίσως, και κάποιες χαραμάδες φωτός
μακρινές σαν νοσταλγίες
ίσα για να θεριεύει
το άλγος της απώλειας

Κάπως έτσι -σκεφτότανε- θα 'ναι η κόλαση
Αναγκαστική επιβίωση κατά μόνας
με παιδιά που γεννιούνται γερασμένα
εις το διηνεκές ομοιότροπη ασθένεια
Απαράλλαχτα ίδιες οι νύχτες, ανονείρευτες
και οι μέρες, αφόρητα εργοστάσια κανόνων
Κατεδαφίσεις σκέψεων με αντιπαροχή
και ποσοστό διαπραγματεύσιμο

Δεν τον ένοιαζε, στ’ αλήθεια, η κόλαση
μόνο πίνακες έφτιαχνε μ’ άραχνες σκέψεις
και τους κοίταζε, μειδιώντας επίμονα
καθισμένος στην άκρη του κήπου
Όσο ακόμα του επέτρεπε
ο γαιοσκώληκας                                
που χαμογελούσε περιπαικτικά
δαγκώνοντας ελαφρά το παπούτσι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου