18 Σεπ 2011

η πειρατεία







Έπιανε ως την άκρη μια βαριά αλυσίδα
τον είχαν δεμένο στην κουπαστή.
Πίσω απ' τα σφαλισμένα μάτια του
ενέδρευε η σελήνη.
Τα άστρα κυμάτιζαν, η θάλασσα μαύρη.
Άκουγε τις βλαστήμιες των πειρατών.
Αιχμάλωτος στο δικό του πλοίο
άκουγε με τεντωμένες τις κεραίες
κάθε σημείο της παράλογης καταστροφής.
Το γιουρούσι κράτησε λίγα λεπτά
καθώς τους πιάσανε να κοιμούνται.
Ξεκλήρισαν τους ναύτες κι άφησαν αυτόν
ενέχυρο ενός άλλου κόσμου,
δεμένο, αστείο και φριχτό θέαμα.
Τα μάταια του μάτωσαν από μια φλόγα κανονιού
και σκοτείνιασαν για πάντα.
Τα χέρια του και τα πόδια του καμένα.
Θεοί! Γιατί τόσο άδικη τύχη;
Ευλογημένος ο θάνατος που πήρε τους άνδρες του!
Ευλογημένη η ζωή που έζησαν!
Ανδρείκελο του τίποτα έρμαιο της αφροσύνης
ξεχνά και να προσευχηθεί.
Μια κραυγή σκίζει το στήθος του
ξεχύνεται σα βόλι, σπάζει
στους μαύρους καταρράκτες του νερού: -Σκοτώστε με!
Μοίραζαν τα λάφυρα κι έγιναν στουπί στο μεθύσι
-Άτιμοι, σκοτώστε με!
Το τσούρμο χαίρονταν με ανήλεο μένος
(ο άνθρωπος ιδού!) -Σκοτώστε με!
Έγειρε το κεφάλι. -Λίγο νερό, μουρμούρισε.
Ακουγόταν όμως μόνο το φοβέρισμα της θάλασσας
και το μακρύ χέρι του ανέμου
το μακρινό θρήνο της αγαπημένης
κουβαλώντας απ' την πατρίδα,
που σύντομα θα μάθαινε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου